,

“ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ” του Πέτρου Χάρη

Πηγή φωτογραφίας εξωφύλλου: gnomonpedia.com

Λογοτεχνικά Αφιερώματα

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ (1904 – 1973)

του ΠΕΤΡΟΥ ΧΑΡΗ* (της Ακαδημίας Αθηνών)

  Με πολλούς τρόπους μπορούμε να δούμε την προσφορά των λογοτεχνών όταν φτάσει το τέλος, – και του πνεύματος το τέλος, που κάποτε έρχεται πριν τελειώσει η ζωή, και του σώματος, που επιβάλλει πια τον οριστικό απολογισμό. Δε χρειάζεται να τους απαριθμήσουμε όλους τους τρόπους. Θα κάνουμε όμως λάθος βασικό στην προσπάθειά μας να τοποθετήσουμε το έργο του Ηλία Βενέζη στα νέα ελληνικά γράμματα, αν δεν αρχίσουμε την έρευνα από την ελληνική ζωή του καιρού του και προπάντων από τα γεγονότα που σφράγισαν τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια. Η ανάγκη αυτή θα προχωρήσει σε βαθύτερη αναζήτηση και μπορεί πολλά να προσφέρει στην προσπάθειά μας. Είναι η καλύτερη αφετηρία κάθε κριτικής εργασίας γύρω από μια λογοτεχνική ή καλλιτεχνική μονάδα. Και ίσως η μόνη που ταιριάζει στο μελέτημα τούτο. Ο Βενέζης, μόνο όταν δεθεί με το μεγάλο εθνικό γεγονός που είναι η Μικρασιατική καταστροφή μα και οι πρώτες κρίσιμες ημέρες της ζωής του, μόνο τότε θα δειξει όχι αυτές ή εκείνες τις λογοτεχνικές του ικανότητες, αλλά κάτι πολύ σημαντικότερο: την ευθύνη του και τη δύναμή του στην εκτέλεση της βαριάς αποστολής που έχει η λογοτεχνία όταν γίνεται ιστορική μαρτυρία. Εργάστηκε με μια γενιά πεζογράφων που ανανέωσαν το ελληνικό διήγημα κ’ έδωσαν στερότερη και πλατύτερη μορφή στο ελληνικό μυθιστόρημα. Θα ήταν όμως μόνο ένας από τους καλύτερους της γενιάς του, αν δεν είχε στο κοντύλι του την ευθύνη του πνευματικού ανθρώπου που καταθέτει μια σημαντική μαρτυρία. Και η ευθύνη αυτή, που πήρε πολλές φορές και είναι αισθητή στο μεγαλύτερο και πιο αξιομνημόνευτο μέρος της αφηγηματικής πεζογραφίας του, – καλλιέργησε ο Βενέζης και άλλα είδη του λόγου κ’ έγραψε βιβλία που δεν ανήκουν στη λογοτεχνία, – τον επήγε κοντά στους διηγηματογράφους και στους μυθυστοριογράφους της γενεάς του, – μιας γενεάς που στάθηκε ορόσημο στην πνευματική μας ζωή, μα δε συγκροτήθηκε μόνο με τα στοιχεία που βλέπουν σ’ αυτήν οι κριτικοί των εύκολων καταστάσεων, – αλλά και αντίκρυ τους, σε μια θέση που αν δεν του εξασφάλιζε υπεροχή, του έδινε μια μοναδικότητα, που πολύ βοήθησε για τη γρήγορη καθιέρωσή του.

  Η είσοδός του στη λογοτεχνία μας ήταν το τέλος μιας δραματικής περιπέτειας, που δεν ξέρω άλλος αξιόλογος λογοτέχνης μας να την πέρασε και να την έζησε (δίκαιο είναι να μην ξεχνάμε και την “Ιστορία ενός αιχμαλώτου” του Στρατή Δούκα) όπως περιγράφεται στο “Νούμερο 31328” και σε άλλες αληθινά προσωπικές σελίδες του. Κι από εκεί ξεκινάει το κύριο στοιχείο των αφηγημάτων του, η αυθεντική μαρτυρία που δίνει σε πολλές σελίδες του έναν επικό τόνο, ιδιότυπο κι αυτόν. Γιατί, ενώ δραματικές, σκληρές και σκοτεινές είναι οι καταστάσεις που αφηγείται, συχνά δίνονται χωρίς κραυγές, χωρίς μεγάλα λόγια, αλλά με τη μουσική ενός λυρικού πεζού λόγου που μπορούσε να έχει γίνει και τραγούδι. Ένα μεγάλο παραμύθι, – εθνικό παραμύθι,- είναι το μέρος αυτό του έργου τού Βενέζη, κ’ έπειτα όλα τ’ άλλα, που κι αυτά αξίζουν και θα τα δούμε ένα-ένα και θα τ’ αποτιμήσουμε. Και είναι απαραίτητο, πριν προχωρήσουμε, να συνοψίσουμε τα γεγονότα και τους θρύλους αυτού του παραμυθιού, για ν’ απλώσουμε έπειτα τις σκέψεις μας σε χώρους που καλά τους έχουμε γνωρίσει.

   Ακόμα η μεγάλη ελληνική θάλασσα, το πανάρχαιο και ιερό Αιγαίο, διηγείται το παραμύθι του χαλασμού και της φωτιάς, τη μεγάλη συμφορά των Ελλήνων, κι ακόμα κρατάει τους βόγγους μιας τραγωδίας, που βγήκε τρόπο και περπάτησε απάνω στα κύματά του κ’ έφτασε στην άλλη του άκρη. Πενήντα πέντε χρόνια έχουν περάσει από τότε που είδε το Αιγαίο αυτή την τραγωδία, και όμως όλο λέει, όλο θρηνεί, όλο περιγράφει με χρώματα που δε διαλύονται ούτε στις φουρτούνες του ούτε κάτω από τον μεσογειακό του ήλιο, κι όλο ψιθυρίζει ιστορίες, που δε θα χώραγαν όχι σε πενήντα ή σε πεντακόσια χρόνια αλλ’ ούτε και σε πενήντα αιώνες. Και η αρχαία αυτή ελληνική θάλασσα δεν έφερε στην πατρίδα μόνο βόγγους και αναμνήσεις. Έφερε και τους ανθρώπους αυτής της τραγωδίας, έφερε τους Έλληνες της Ιωνίας , έφερε τη Σμύρνη και όλες τις άλλες ελληνικές πολιτείες, τις απόθεσε άλλες εδώ, άλλες εκεί, σαν κυνηγημένα πουλιά που κουρνιάζουν μέσα στο σκοτάδι και περιμένουν την αυγή, για να δουν στον ήλιο πού θα μπορέσουν να στήσουν φωλιές. Κι αυτή η αυγή δεν άργησε να έλθει σαν βρέθηκαν πια στην πατρίδα.

   Έγινε, βέβαια, μεγάλη νύχτα σ’ όλη την Ελλάδα όταν έφτασαν οι 1.500.000 Έλληνες της Ιωνίας, αυτές οι στρατιές από φαντάσματα κι από σκελετούς, από ανθρώπους-ερείπια, που κάθε σκέψη τους ήταν εφιάλτης και κάθε λόγος τους θρήνος. Και η νύχτα αυτή απλώθηκε σε κάθε ελληνική ψυχή. Ω, εκείνος ο Αύγουστος κ’ εκείνος ο Σεπτέμβριος του 1922, κι όλοι οι άλλοι μήνες του ’22 και του ’23, τι βαρύς χειμώνας, τι σκοτεινή ώρα για την πατρίδα, για όλο μαζί το Έθνος και χωριστά για κάθε Έλληνα, που ήξερε πόσο μικρή είναι η αντοχή της φτωχής μας γης, που λογάριαζε ότι τα 6.500.000 πεινασμένα στόματα θα γίνουν 7.500.000 ή 8.000.000 κι ακόμη πιο πολλά, που έβλεπε την ημέρα στους δρόμους την αθλιότητα και την απόγνωση και δεν μπορούσε να κλείσει μάτι τη νύχτα, σ’ εκείνη τη μακριά και κατασκότεινη ελληνική νύχτα. Το Έθνος ε κ ρ ί θ η μέσα σ’ εκείνη τη νύχτα του ’22 και του ’23, κι όταν ήρθε η αυγή, κατάλαβε πως μέσα στην οδύνη είχε κερδίσει κάτι ανεκτίμητο: τη μεγάλη ωριμότητα και την πίστη ότι είχε δυνάμεις για να σταθεί όρθιο και να δείξει τη δραστηριότητά του πέρα από τις προσπάθειες που είχε κάνει ως τότε. Δυο κόσμοι αδελφοί αλλά χωρισμένοι από πλατιά θάλασσα, από φύση διαφορετική κι από ανόμοιες σε πολλά συνήθειες, βρέθηκαν στην ίδια γη, στην ίδια πατρίδα, και πίστεψαν πως κ’ οι δυο μαζί μπορούσαν να πραγματοποιήσουν πολύ περισσότερα. Τα δάκρυα, τα πολλά δάκρυα που κύλησαν από τα μάτια και των δύο κόσμων, έπεσαν σ’ αυτή τη γη σαν ποτιστική βροχή και την έκαμαν πιο μαλακή, πιο γόνιμη.

   Έτσι άρχισαν αυτά τα πενήντα πέντε ελληνικά χρόνια . Και σήμερα δεν έχουν να παρουσιάσουν μόνο έναν απλό απολογισμό στα χαρτιά, όπως άλλες εποχές κι άλλες μικρές ή μεγάλες εθνικές περιπέτειες, αλλά μια ζωντανή κατάσταση, μιαν ελληνική κοινωνία και μιαν ελληνική πραγματικότητα, που είναι, βέβαια, εκείνη που ξέραμε το 1922, μαζί όμως και μια άλλη Ελλάδα, που πήρε στο αίμα της την Ιωνία ολόκληρη, που τη βοήθησε, φυσικά, να σταθεί πάλι όρθια αλλά και δέχτηκε την επίδρασή της.

   Αυτή η επίδραση είναι μια ιστορία, είναι μια προσπάθεια, που άρχισε με πολλή δυστυχία, που συνεχίστηκε με βαρύ μόχθο κι ακόμα δεν έφτασε στο τέρμα της, σε όλη της την απόδοση. Την είδαμε στην εξέλιξή της και την νιώθουμε πλάι μας με τις ποικίλες μορφές που παρουσιάζεται κάθε τόσο και σε όλους τους τομείς της εθνικής δραστηριότητας. Είναι λ.χ., ολοφάνερη στην κοινωνική μας ζωή. Οι άνθρωποι της Ιωνίας και προπάντων οι γυναίκες της Ιωνίας έφεραν τα πιο απαλά χρώματα της Ανατολής κ΄έναν ρυθμό στις κινήσεις και στην ομιλία, που δείχνει πως κάπως διαφορετικά από τους άλλους Έλληνες βλέπουν και χαίρονται τη ζωή.

Κράτησαν την ιδιοτυπία τους, μα και δεν εμποδίστηκαν απ’ αυτήν, που κάποτε ήταν αρκετά έντονη, δε δυσκολεύτηκαν να δεθούν στον εθνικό κορμό, να τον κάμουν έτσι πιο δυνατό και να τον στολίσουν με νέα κλαριά. Αλλά μήπως οι Έλληνες της Ιωνίας, όταν καταστάλαξαν επιτέλους, δεν έδωσαν νέα δύναμη και στο ελληνικό εμπόριο και δεν το έφεραν σε νέους δρόμους; Μα και η παρουσία τους στις επιστήμες και στις τέχνες δεν ήταν αισθητή και πριν συγκεντρωθούν στην πατρίδα αλλά κ’ έπειτα ακόμη περισσότερο;

   Όλ’ αυτά τα ερωτήματα μάς οδηγούν σε απολογισμούς, που θέλουμε ν’ αποφύγουμε. Άλλωστε πώς να γίνουν οριστικοί απολογισμοί, αφού ζουν ανάμεσά μας πρόσωπα ηρωικά που περισσότερο θαυμάζουμε παρά εξετάζουμε, για να μην πω ελέγχουμε, τις πράξεις τους, πρόσωπα αγαπημένα, πρόσωπα που έχουν περάσει πια στον θρύλο αλλά και μένουν ακόμα άνθρωποι ζεστοί και πολύ γνώριμοι; Oι Έλληνες της Ιωνίας, κ’ εκείνοι που έμειναν κι αυτοί που πέρασαν το Αιγαίο και βρίσκονται τώρα μαζί μας, είναι μια πραγματικότητα, που δεν αποτραβήχτηκε ακόμα στην ιστορία. Κ’ εμείς όμως οι άλλοι που τους δεχτήκαμε σαν καινούργια δύναμη στο εθνικό σύνολο, βλέπουμε αυτά τα πενηνταδύο χρόνια στα πρόσωπα που γέρασαν κοντά μας, στα μαλλιά που άσπρισαν πλάι μας ή στα κορμιά που ήρθαν μικρές ριζούλες κ’ έγιναν ολάκερα δέντρα, μα δεν κάνουμε απολογισμούς. Κοινή η πορεία, κοινές οι χαρές και οι συμφορές. Δυο κόσμοι σε μια πατρίδα και πενηνταδύο ελληνικά χρόνια, που το ίδιο ανήκουν σε όσους πατούν αυτή τη βασανισμένη γη.

 …….. Θεωρώ απαραίτητη και την αναφορά στα κείμενα του Βενέζη που μιλούν για την Ιωνία και τη μεγάλη συμφορά. Δηλαδή, θεωρώ απαραίτητη την αναφορά στα κείμενα του Βενέζη, που ενώ δεν είναι αφηγήματα, δεν είναι και καθαρά κριτικές σελίδες. Από τα πολλά κείμενα αυτού του είδους, γραμμένα τα περισσότερα για επετείους, την τριακοστή και την πεντηκοστή της Μικρασιατικής καταστροφής, δύο πρέπει να μας σταματήσουν. Είναι η “Μνήμη. Τα τριάντα χρόνια των χαμένων πατρίδων” (“Νέα Εστία”, τ.605/15 Σεπτεμβρίου 1952,σελ.1186-1188) και ο πρόλογος στη διεξοδική επιστολή που του έστειλε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, όταν τελείωσε στο “Βήμα” (αρχές καλοκαιριού – φθινόπωρο του 1972) τη σειρά των άρθρων που έγραψε για τη μεγάλη συμφορά κ’ έγιναν το 1974 το βιβλίο “Μικρασία, χαίρε”. Η επιστολή αυτή δίνει στον Βενέζη αφορμή, παρουσιάζοντας το κείμενο Κανελλοπούλου, να πει: “Στα εφηβικά μου χρόνια η μοίρα μου ήταν να βρεθώ μες στην πύρινη ζώνη της καταστροφής εκείνης. Η ζωή μου συνδέθηκε με αυτά τα συμβάντα που σφράγισαν και τη μοίρα μου ως συγγραφέα: τα βασικά βιβλία μου έγιναν χρονικό και αφιέρωμα στο δράμα της Μικρασίας. Τώρα, μισόν αιώνα από τότε, στο σύνορο της σιωπής, νόμισα χρέος μου να αναφερθώ και πάλιν στην εποχή εκείνη, να αφηγηθώ ό,τι έζησα και ό,τι είναι ιστορία, να αναζητήσω άγνωστες ή λησμονημένες πράξεις. Η πρόθεσή μου ήταν να καταθέσω τη μαρτυρία μου για τα παιδιά μας, για τα οποία αυτή η εποχή είναι πια μυθική”.

 ……. Σ’ αυτή τη “Μνήμη”, ο Βενέζης δίνει απλές και καθαρές πληροφορίες, αλλά και αποκαλύπτει τον βαθύτερο πυρήνα του ψυχικού του κόσμου που έγινε το κύριο στοιχείο του λογοτεχνικού του έργου. Μας πηγαίνει στα παιδικά του χρόνια και εξηγεί τον πατριωτισμό των Ελλήνων της Ιωνίας, σε λίγες φράσεις, που μας μεταφέρουν αμέσως στην εποχή. Γράφει:

   “Σαν γεννηθήκαμε εμείς κι αρχίσαμε να μεγαλώνουμε, οι γονιοί μας δε μας μαθαίνανε μόνο να πιστεύουμε. Μας μαθαίναν και να ονειρευόμαστε. Μας παίρναν απ’ το χέρι και μας ανεβάζανε στα βουνά της πατρίδας μας, ψηλά στην κορφή, και μας δείχναν πέρα κατά τη θάλασσα. Εκεί, πέρα απ’ τη θάλασσα, ήταν η Ελλάδα. Μας τη ζωγραφίζανε με χρώματα απίστευτα, μας λέγανε το παραμύθι της, μας τη βάζαν στην καρδιά μας. Και μας μαθαίναν να περιμένουμε. Γιατί πια, λέγανε, η ώρα ήρθε. Να ‘ρθει η Ελλάδα στην αρχαία κοιτίδα του Ελληνισμού, ο Ελληνισμός να γίνει πάλι ενότητα μία, απ’ τη μια κι απ’ την άλλη όχθη του Αιγαίου. Έτσι λέγανε. Και περιμέναμε”.

   Θέλει να γράψει ο Βενέζης αυτή τη σελίδα της μνήμης, “κάθεται” και “συλλογίζεται” πώς ήταν το παιδί της αιολικής γης πριν από τη συμφορά, πριν αλλάξει “γύρω του ο ρυθμός του κόσμου” και προσπαθεί να καθορίσει τι έμεινε από εκείνη την “Έξοδο”. Θα το πιστέψει κανείς; Αν μας το πει ο ίδιος:

   “Θαρρώ δεν είναι τίποτα άλλο απ’ τα βήματα, τους ήχους. Οι γερόντοι οι πατέρες μας, οι μητέρες μας, οι αδερφές μας, όσοι δεν πέρασαν απ’ το μαχαίρι κι απ’ τη φλόγα του ’22, πήραν μαζί τους έναν μπόγο ρούχα, πήραν το σπιτικό εικόνισμα κι αρχίσαν τα βήματα γυρεύοντας να φτάξουν στην Ελλάδα. Κι εμείς, τ’ αρσενικά, οι άντρες, αρχίσαμε την πορεία μας στον αντίστροφο δρόμο, προς το εσωτερικό της Ανατολής, κυνηγημένοι απ’ τους δυνάστες μας, αρχίζοντας τη σκλαβιά μας. Ό,τι είχαμε φυλάξει στα ατελείωτα χρόνια που οραματιζόμαστε και περιμέναμε – αυτό τελείωνε οριστικά. Τι έμενε; Μονάχα αυτό: οι ήχοι. Τελικοί, ανένδοτοι, ήχοι απ’ τα βήματα”.

   Ας μην προχωρήσουμε, πριν ακούσουμε κ’ εμείς αυτούς του “τελικούς”, αυτούς τους “ανένδοτους” ήχους. Είναι οι “ήχοι” που έγιναν μουσική στις σελίδες του Βενέζη, η μουσική της μνήνης, αυτό το προσωπικό στοιχείο της πεζογραφίας του Βενέζη, που καθορίζεται στην πλήρη ωριμότητά του από τον ίδιον, έπειτ’ από τόσα χρόνια, – σημειώνουμε και πάλι ότι το κείμενο είναι του 1952, – και σ’ έναν απολογισμό ζωής. Αλλά στο ίδιο αυτό κείμενο έχουμε και μιαν άλλη αποκάλυψη που δεν είναι λιγότερο σημαντική για την κριτική έρευνα. Ρωτάει ο ίδιος: “Και το μίσος; Τι έγινε, λοιπόν, το μίσος που θα ‘πρεπε να τρέφουμε γι’ αυτό το απίστευτο ξεκλήρισμα; Ω, δόξα σοι ο Θεός, μας άφησε άγγιχτους, μας άφησε αμόλυντους! Το μίσος είναι για τους αδύνατους, κι εμείς είμαστε κύτταρο γερό, δυνατό”.

   Τώρα, νομίζω, καταλαβαίνει ο αναγνώστης γιατί στάθηκα τόσο σε τούτο το κείμενο. Μας δίνει τις ρίζες της ζωής του, ρίχνει όμως φως και στη γενική ψυχική του διάθεση, που είναι αθόρυβη αγάπη για τον άνθρωπο, που είναι συγκατάβαση για τις οποιεσδήποτε πράξεις του, που είναι επιεικής έλεγχος των αμαρτημάτων του, και προπάντων δεν είναι μίσος. Κ’ εδώ ακριβώς έχουμε και τη βαθιά του πίστη, αυτή που κράτησε και τον ίδιον και όλους τους άλλους Έλληνες της Ανατολής όρθιους μέσα στους πιο απίστευτους κατατρεγμούς: “Το μίσος είναι για τους αδύνατους, κι’ εμείς είμαστε κύτταρο γερό, δυνατό”.

   Στο ίδιο κείμενο του Βενέζη, στη “Μνήμη” του 1952, έχουμε ακόμα λίγα λόγια που σημαίνουν πολλά. Ιστορεί: “Έτσι περάσαν μέρες, χιλιάδες. Και η αιχμηρή γη καθαρίστηκε σπιθαμή με σπιθαμή απ’ τα βούρλα, σκάφτηκε βαθιά, ο άμμος χάθηκε βαθιά μέσα της, ίσαμε που η γη δέχτηκε τον σπόρο κι’ έδωσε καρπόν καλόν. Κι’ ύστερα γεννηθήκανε εκεί παιδιά, σπέρματα αυτού του τόπου, μεγαλώσανε, δεθήκαν με τον τόπο, γενήκαν μαζί του ένα. Τα παιδιά γενήκαν άντρες, γυναίκες, ερωτευτήκανε, νέα παιδιά, τα δικά τους, ήρθαν στην παράλια γη της Αττικής. Αυτά δεν ξέρουνε τίποτα απ’ τη γη των πατέρων τους, τίποτα απ’ τις χαμένες πατρίδες τους. Μονάχα ακουστά τις έχουνε.”

   Και τότε λέει τον κρίσιμο λόγο: “Kι όμως αν τους ρωτήσεις:

  – Aπό πού είσαι συ;

  Θα σου αποκριθούνε:

  – Απ’ την Ανατολή.

  Γιατί ο δεσμός με την εφέστια γη ζει μέσα τους ωσάν η φωτιά με τη φλόγα.”

   Εδώ είναι όλος ή τουλάχιστον ο πιο χαρακτηριστικός, ο πιο προσωπικός Βενέζης, η ρίζα κ’ η βάση του καλύτερου μέρους του έργου του, που είναι αναδρομή στην Ιωνία, στους Έλληνες της Ιωνίας, στις χαρές και στα πάθη τους, στην ομορφιά της γης τους, στους μύθους της, στα ιερά της. Στο σύντομο τούτο κείμενο χώρεσε ακόμη μια πίστη του Βενέζη, που τη βρίσκουμε και σε βιβλία και σε άρθρα του, σε στοχασμούς ή ρεμβασμούς, έπειτ’ από περιπλάνηση στα ιστορικά του Γένους, η αμετακίνητη πίστη του στην ελληνική διάρκεια. Ας τον αφήσουμε να την εξηγήσει ο ίδιος αυτή την πίστη του:

   “Ένας νέος Γάλλος αρχαιολόγος, γράφει στο τέλος της “Μνήμης”, ο Pierre Amandry, περπατά μια ζεστή καλοκαιριάτικη μέρα πάνω στην Ιερά Οδό των Δελφών. Όλα έχουν ανασκαφτεί εκεί, όλα έχουν έρθει στο φως. Τι άλλο μπορεί να περιμένει ο Γάλλος αρχαιολόγος; Ωστόσο, ενώ περπατά στην Ιερά Οδό η μυστική φωνή ακούγεται κάτω απ’ τα βήματά του. Αποφασίζει να σκάψει. Έτσι βρίσκει, κάτω απ’ την Ιερά Οδό, φυλαγμένα στη γη τόσους αιώνες, τα σταλσίματα της Ιωνίας. Είναι ειδώλια, χρυσελεφάντινα αναθήματα, μυθικά πουλιά και ζώα που τα είχαν φέρει ικέτες της Μικρασίας στο Ιερό των Δελφών.

  – Κοιτάξτε, μου είπε ο ξένος, πώς ζούσε η συνέχεια του ελληνισμού, η ενότητά του. Απ’ τη μια κι’ απ’ την άλλη όχθη του Αιγαίου. Κοιτάχτε…

  Η ελληνική διάρκεια. Η ενότητά της. Τώρα πια, από δω κι’ εμπρός, ικέτες δε θα ‘ρθουν ποτές σε κανένα ελληνικό ιερό απ’ τη Μικρασία. Η Μικρασία σώπασε. Όπως όλα σ’ αυτόν εδώ τον χώρο, με την ίδια αναγκαιότητα, ύστερα απ’ την κορύφωση μπήκε κι’ αυτή, η Μικρασία, στην περιοχή του θρύλου, στην περιοχή των χαμένων θεοτήτων και των χαμένων ειδώλων. Εκεί θα έχει την άλλη διάρκεια. Αυτήν που με το να είναι σε σφαίρα άλλη δεν μπορεί πια καμιά ανθρώπινη πράξη, καμιά αγριότητα να την πειράξει: τη διάρκεια της ομορφιάς”.

   Ας προσέξουμε την τελευταία φράση. Είναι πολυσήμαντη γιατί προσπαθεί να εξηγήσει τη μετάβαση από το ρευστό και το επίκαιρο στο σταθερό και το αιώνιο, από το ατομικό στο καθολικό και προπάντων από τον χρόνο στην ομορφιά. Μια θέση που γίνεται ο άξονας σε πολλές σελίδες του Βενέζη και τις τοποθετεί στο βάθρο όπου η ζωή κερδίζει τη διάρκεια με την ομορφιά, – με την ομορφιά στην πιο στενή εξάρτησή της από τον άνθρωπο και τη μοίρα του.

   ΄Εχει γίνει μια τοποθέτηση του Βενέζη, που και δικαιολογημένη είναι και δεκτή, νομίζω, απ’ όλους. Τον είπαν και τον είπαμε Αιγαιπελαγίτη πεζογράφο. Και τα στοιχεία που οδηγούν σ’ αυτόν τον χαρακτηρισμό είναι πολλά και ολοφάνερα. Όμως πριν απ’ όλα και περισσότερο απ’ όλα η αγάπη του για τη θάλασσα του Αιγαίου, για τους ανθρώπους της, για το φως και το χρώμα της, για την πανάρχαιη ιστορία της, για τα παραμύθια της, για τις ομορφιές της που δεν καταγράφονται όλες γιατί είναι ρευστές και άπιαστες, και κάθε μέρα, κάθε ώρα, αλλάζουν ανανεώνονται και μεθούν, γι’ αυτή τη μήτρα μεγάλης και θαυμαστής ζωής. Σε μια κοινή προσπάθεια, με δύο ομιλίες, θυμάμαι ότι θελήσαμε να κλείσουμε αυτό το ιερό και τόσο ελληνικό Αιγαίο. Ο Βενέζης διάλεξε το γενικότερο θέμα: την περιγραφή και την προβολή της ομορφιάς του Αιγαίου (“Νέα Εστία”, τ.660/1-1-1955, σελ.28-35).

Εγώ το πιο επικίνδυνο, όπως με προειδοποίησε: τον καθορισμό της προσφοράς των σημερινών ποιητών και πεζογράφων του, των παλαιότερων και των νεότερων. Άρχισε ο Βενέζης από το φως, από το φως όπως λάμπει και μεταμορφώνει τα πάντα στο Αιγαίο, και είπε:

   “Ακινητεί ο ήλιος, λουφάζει κύματα-κύματα πυκνά, ύλη ανένδοτη, φως τρομερό στους βράχους των νησιών μας. Πουθενά του κόσμου ο ταξιδιώτης δεν θα το αιστανθεί αυτό, δε θα το αιστανθεί τόσο: Το φως να μην είναι στοιχείο που ενώνεται με την ύλη – με τη γη, με το νερό – ερχόμενο απ’ έξω. Αλλά να είναι ουσία οργανική της ίδιας της ύλης, του νερού, της γης. Αναβλύζει το φως απ’ τα ένδον, απ’ το νερό, το χώμα, και δυναστεύει τα πάντα. Δυναστεύει προ πάντων τα πρόσωπα, την ψυχή των ανθρώπων.”

   Και συνέχισε μ΄ένα όραμα στα μάτια και με θαυμασμό στον λόγο:

   “Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα νησιά μας. Έχουν κάτι σαν όνειρο, καθώς γράφονται στο βάθος. Αλλά είναι ταυτόχρονα ένα δεδομένο σταθερό, συγκεκριμένο, μες στην απεραντωσύνη του πελάγου. Διακόπτουν το χάος, κάνουν το μάτι ν’ ακουμπά απάνω τους ωσάν σ’ έναν καθαρό, απτό σκοπό. Αυτό, σημειώνει ο λαμπρός μελετητής του πολιτισμού του Αιγαίου, ο Glotz, διαμόρφωσε το χαρακτήρα των νησιωτών μας, τους έμαθε να ζητούν πάντα να φτάσουν κάπου, να έχουν σκοπούς, να γ υ ρ ε ύ ο υ ν σκοπούς. Πράγματι, το πιο γόνιμο πνεύμα του ελληνισμού, το δαιμόνιο του Αρχιπελάγου, το θαλάσσιο πνεύμα, δεν είναι ουσιαστικά παρά αυτό: η αέναη κίνηση, η ακατάβλητη έλξη προς τη φωνή του ταξιδιού και της γνώσης, και της χίμαιρας. Για να υπάρξουμε ως εκεί που γράφεται η πρώτη στεριά. Κι’ ύστερα, σα φτάσουμε εκεί, ν’ αρχίσει πάλι το ταξίδι για πέρα από εκεί, ολοένα πέρα, πολλές φορές για την καθαρή αγάπη, για τον έρωτα της γνώσης, για τον έρωτα της θέλησης, για το πάθος της ζωής”. Επιμένει ο Βενέζης στο “αεικίνητο” μυαλό, του Αιγαιοπελαγίτη, – επιμένουμε, βέβαια, κ’ εμείς γιατί στο κείμενο τούτο βρίσκουμε κι άλλα στοιχεία που εξηγούν το έργο του, ίσως και το έργο άλλων παραμυθάδων και τραγουδιστάδων του Αιγαίου, – έτσι βλέπει τους Αιγαιοπελαγίτες : να ‘ναι περισσότερο απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας ο καθένας και μια επικράτεια – άτομο χωριστό” , και πιστεύει ότι η συνείδηση αυτή, πως είναι μόνοι, τους δίνει την περηφάνεια, την αλύγιστη αρετή που μπορεί να φτάσει ίσαμε τον θάνατο – είτε το άτομο είναι ένας κοντραμπατζής του Αιγαίου, είτε είναι ο Θεόφιλος Καΐρης”. Και καταλήγει σε τούτο το συμπέρασμα: “Σ’αυτόν τον αγώνα με τη μοίρα, με το πάθος του ταξιδιού, με το πάθος της γνώσης θα ξεχωρίσουν οι δυνατοί, οι αδύνατοι. Οι αδύνατοι θα το αποδεχτούνε κάποτε: η μπόρεσή τους ήταν ως τη γραμμή του ορίζοντα, στο τέρμα των νησιών του Αρχιπελάγου, όχι πέρα από εκεί. Ο δυνατοί θα γίνουν οι γεμιτζήδες, κ’ οι κουρσάροι, κ’ οι καραβοκυραίοι και τα τσούρμα στα Υδραίικα, στα Αντριώτικα, στα Οινουσιώτικα καράβια που θ’ αλωνίσουν τις θάλασσες του κόσμου, ή θα πάνε να βρούνε τα σφουγγάρια εκεί που τους βρήκα να τα γυρεύουν: στον κόλπο του Μεξικού. Σμίγουν αραιά και πού με τις γυναίκες τους, άμα τύχει η Ελλάδα να βρεθεί στον δρόμο των καραβιών τους. Ύστερα οι γυναίκες αρχίζουν πάλι να τους περιμένουν ετοιμάζοντας τους γιούς τους. Τις νύχτες, σα βουίζει το πέλαγος, οι μάνες κάθουνται και λένε στα παιδιά τους, για να τ’ αποκοιμίσουν, ιστορίες για κουρσάρους και για φαντάσματα, για το πέλαγο και για την καρτερία, για την ελπίδα και για τη δύναμη, για το θεριό της θάλασσας, για τη Γοργόνα την κυρά μας και για τον Μεγαλέξαντρο, για την πίστη και για το παραμύθι της Ελλάδας. Δεν υπάρχει τίποτα ωραιότερο απ’ τα παραμύθια του Ελληνισμού στα στόματα των μανάδων μας του Αιγαίου”.

 …… Ο Βενέζης είχε δραματική είσοδο στη ζωή και τραγική έξοδο. Έφηβος ακόμα, όταν άρχισε να γνωρίζει τον κόσμο, έπεσε στα χέρια των Τούρκων έπειτ’ από τη Μικρασιατική συμφορά, έμεινε αιχμάλωτος δεκατέσσερις μήνες· στα εξήντα οχτώ του χρόνια χτυπήθηκε από τη φοβερή αρρώστια του καιρού μας, πάλαιψε σκληρά μαζί της πολλούς μήνες, άνθεξε ως τις 3 Αυγούστου του 1973. Το απόγευμα της Κυριακής 5 Αυγούστου, γύρισε στη γη του Μόλυβου, στη δεύτερη πατρίδα του, στο νεκροταφείο της Αγίας Κυριακής, και αναπαύτηκε. Είχε γεννηθεί στις 4 Μαρτίου του 1904 στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας και στα 1914, όταν έγιναν οι διωγμοί των χριστιανών της Ανατολής απ’ τους Τούρκους ακολούθησε την οικογένειά του στη Μυτιλήνη. Γύρισε στο Αϊβαλί στα 1919, αφού τελείωσε ο πρώτος μεγάλος πόλεμος, κ’ εκεί συμπλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές. Γρήγορα όμως ήρθε η μεγάλη περιπέτεια. Στα 1922, όταν καταστράφηκαν στη Μ.Ασία οι ελληνικές εστίες, έπεσε, όπως είπαμε, στα χέρια των Τούρκων μαζί με άλλες τρεις χιλιάδες Έλληνες. Από τους Έλληνες αυτούς έζησαν και γύρισαν στην ελεύθερη πατρίδα ο Βενέζης και άλλοι είκοσι δύο.

   Στη Μυτιλήνη άρχισε την επαγγελματική του σταδιοδρομία, – πρώτα υπάλληλος της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, έπειτα της Τραπέζης της Ελλάδος, που υπηρέτησε ως το 1957, που έγινε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, – άρχισε όμως στη Μυτιλήνη και την αξιόλογη λογοτεχνική του σταδιοδρομία. Είχαν προηγηθεί μερικές εμφανίσεις του στα περιοδικά της Σμύρνης και της Πόλης, αλλά τα κείμενα της εποχής εκείνης (θα επιμείνουμε λίγο σ’ αυτά παρακάτω) δεν παρουσιάζουν τίποτα που να προαναγγέλλει τον αφηγητή της «Αιολικής γης». Ακολουθεί η ζωή στην Αθήνα και οι πρώτες επιτυχίες, μα δεν αργεί να’ρθει και νέα περιπέτεια. Στις 27 Οκτωβρίου του 1943, το προσωπικό της Τραπέζης της Ελλάδος τελούσε μνημόσυνο για τους τραπεζικούς που σκοτώθηκαν στον πόλεμο του 1940-41 με τους Ιταλούς. Οι Γερμανοί κάνουν εισβολή στην Τράπεζα, πιάνουν τον Διοικητή της και μερικούς υπαλλήλους της, μαζί μ’ αυτούς και τον Βενέζη. Η ώρα είναι πολύ κρίσιμη. Ο Βενέζης απομονώνεται στο κελί των μελλοθάνατων, – καρπός αυτής της απομόνωσης το θεατρικό του έργο «Μπλοκ C», – και μόνο η γενική εξέγερση του πνευματικού κόσμου και η παρέμβαση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών τον έσωσε από τη βέβαιη εκτέλεση.

   Δίνω τα γεγονότα κι αφήνω τα σχόλια στον αναγνώστη, που είναι, βέβαια, σε θέση να τα κρίνει έστω κι από τόσο μακριά, έστω και σε αφηγηματικές σελίδες. Ο καιρός εκείνος του πολέμου, – οι σκοτεινές ημέρες της Κατοχής, – δεν μπορεί να δοθεί μόνο απ’ την Ιστορία. Ανήκει ο ρόλος στη λογοτεχνία, για να κάμει αισθητό το φοβερό κονταροχτύπημα της υπερήφανης ζωής και του αδυσώπητου θανάτου, που γινόταν τότε με την πιο άγρια μορφή. Κι ο Βενέζης έζησε κι αυτή την κρίσιμη ώρα ολόκληρος, σπρωγμένος πάλι από τη μοίρα στο κέντρο αυτής της ώρας.

   Εδώ τελειώνει το σκοτάδι στη ζωή του. Κι αρχίζει μια μεγάλη μέρα τριάντα πάνω-κάτω χρόνων γεμάτη φως. Είναι τα χρόνια της επιτυχίας και της ευτυχίας. Και των αλλεπάλληλων ταξιδιών στην Ευρώπη και στην Αμερική. Οι βιογράφοι θα έχουν να πουν πολλά άλλα. Το κείμενο τούτο έχει άλλο χρέος: να επιμείνει στην πνευματική πορεία του Βενέζη.

   Μια πρώτη έκπληξη. Το είπα και λίγο πριν, μα πρέπει να μην το προσπεράσω. Στη «Νέα Ζωή» της Σμύρνης, το εβδομαδιαίο περιοδικό του Σ.Ε.Κουκουτσάκη και του Θ.Δανιηλίδη, – συνεργάτες τους ο Χατζίνης, ο Αγγελομάτης, ο Μαγγανάρης, η Σίτσα Καραϊσκάκη, η Όλγα Βατίδου, η Φιλή Βοστίδου, ο Δύσσης Μαρμάρης, η Αύρα Δρόσου, ο Καλλοναίος, ο Ίσαντρος Άρης-Μπουφίδης, ο Ντόλης Νίκβας, ο Στέργιος Σκιαδάς, ο Άγγελος Δρόσος, – έχουμε και στίχους και πεζογραφήματα του Βενέζη όχι μόνο ασήμαντα αλλά και περίεργα και παραπλανητικά. Στα κείμενα αυτά δεν υπάρχει ούτε ένα βέλος που να οδηγεί στον Βενέζη των ώριμων, των κατασταλαγμένων εργασιών του, μα ούτε και στις σελίδες που έγραψε έπειτ’ από λίγα χρόνια και συγκέντρωσε στο πρώτο του βιβλίο. Θα δώσω μερικά από τα

κείμενα αυτά, – άλλα έχουν υπογραφή Λέλος ή Λ.Βενέζης, – για να δικαιολογήσω την έκπληξή μου. Μεταφέρω από τη «Νέα Ζωή» του 1920:

 Ο ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ

Χαρισμένο στον πιο Μεγάλο Ποιητή

 Σε νοιώθω μακρινά… κ’ είσαι κοντά μου. Γύρω φως

αχνότρεμο που σε μεθάει

-ο ουρανός φωτιές πετάει-

μες από ήλιους κι’ από φως,

μες απ’ ανάερες φωνές γλυκές

μπρος από κόσμους και ζωές

κι’ από θανάτων ξάπλες μπρος

όλ’ ανεβαίνεις…

Τ’ ανέβασμά Σου είν’ αψηλό

ως κει που κλείνει ο αγέρας

των άπειρων το μυστικό.

Κι’ ως κει που σβει κάθε ζωή,

και των μυστηρίων η βασιλεία πάβει

και μόν’ εν’ άπλερο σκοτάδι

σκεπάζει κάθε πεθαμό,

Συ, όλο φως,

παντού, στο κάθε τι σου φως,

γλυκόποθους τους στοχασμούς σου

απαλοφέρνεις…

Κι’ έτσι σε νοιώθω μακρινά, … ενώ κοντά μου πάντα είσαι.

Και τώρα μες στη σκοτεινιά

σκοτάδι, Συ, αλλόκοτο

και μες στις μούχλες των θαμμένων,

κατ’ απ’ των τάφων τη ζωή,

Στοιχειό, εσύ, δίχως πνοή,

βουνό, τρομαχτικό στην αγρημιά

σέρνεσαι, όλο σέρνεσαι, στοιχειό

με τα Στοιχειά εμψυχωμένο,

κι’ η άγριά σου η ψυχή,

μονάχ’ αυτή ζωντανεμένη

στον κόσμο αυτό των πεθαμμών,

τη σκέψι σου σιγανοφέρνει

κει που για πάντα ζουν

οι αμαρτημένοι!…

Κι’ όπου ημείς σκοτάδι, Συ όλο φως.

… … … … … … … … … … … … … … … … … …

Κι’ όλο αλαργινά μου σε θωράω

ενώ σε έχω πάντα μπρος.

(Στο νησί της έμπνευσης – Άνοιξι )

Κι ένα πεζογράφημα που δεν είναι καλύτερο από το ποίημα:

 Α π’ τ ο υ ς ε ξ ω φ ρ ε ν ι σ μ ο ύ ς

 ΜΕΓΑΛΗ ΚΩΜΩΔΙΑ

Του νεορωμαντιστή φίλου μου

κ.D.S.Veronal

 «Ήμουνα μια ζωή που σιγανόκλαιε μακριά της, σαν να ζήταγε τ’ αργοχάραμα απόνα θαμπό ουρανό δικό της, μια άλλη ζωή γεμάτη πλάνες κι’ ευτυχίες ξωτικές σαν λαχτάρες θανάτου, κάτι ευτυχίες που είνε μόνο για εν’ αναστέναγμα πιο βαθύ απ’ τα μάτια ενός τρελλού και πιο αλαφρό απ’ τη ζωή μου.

  Ήμουνα μια ζωή γεμάτη χαρά, μια ζωή που δεν ήξερε να κλαίη…

Μια ζωή ανίδεη, χωρίς μεγάλη αιστητική, χωρίς ιδανικά, χωρίς ξέχωρους κόσμους, μια ζωή που’ταν απ’ την αρχή ως το τέλος ένα γέλοιο, κι’ ένα όνειρο

μαζύ.

  Ήμουνα μια ζωή με τους κόσμους της όλους και της χαρές της δικές μου…

 …. …. …. …. …. …. …. …. …. …. …. …. …. …. …. …. …. …. …. …. …. …. …. …. …. ….

 Σαν πρωταγάπησα ήταν χυνόπωρο και τα φύλλα πεθαίναν».

   Έχουμε όμως κ’ ένα πεζογράφημα του Βενέζη, δημοσιευμένο κι αυτό στη «Νέα Ζωή» της Σμύρνης (31 Μαϊου 1920), με τον τίτλο «Μιλώ στη γυναίκα», αξιομνημόνευτο για το θερμό φεμινισμό του. Είναι το ακόλουθο:

 ΜΙΛΩ ΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ:

»… Γυναίκες περιφρονημένες σάς προσκαλώ σ’ ένα ωραίο αγώνα. Το περιοδικό μας ξανανοίγη διάπλατες τις στήλες του. Αν κατορθώσουμε να διαπλαστούμε και να μορφώσουμε για τον εαφτό μας και για τους άλλους – όσο μπορούμε – την αντίληψη αφτή της ελεύτερης ζωής θα μας επιτρέπετε να πούμε πώς κάτι κάναμε.

  Μιλήστε σεις τώρα, γυναίκες».

 …….Δε θα μεταφέρω εδώ άλλα κείμενα του Βενέζη από τη «Νέα Ζωή». Θα περιοριστώ αν τα σημειώσω: «Δάκρυνες ιστορίες», «Ήταν τρελλή», «Ανδρομέδη», «Μυσταγωγία», «Βιολινίστρας», «Beethoven», «Νύχτα ξωτική», έμμετρα και πεζά κ.ά. Σε άλλους δρόμους μάς πηγαίνει ένα άλλο πρωτόλειο του Βενέζη. Είναι της ίδιας εποχής, έχει δημοσιευτεί στο 2ο τεύχος (Φεβρ.του 1922) του «Λόγου» της Πόλης, – του περιοδικού τού Ο.Μπεκέ και του Γ. Χαλκούση, – με τον τίτλο «Τα ιστορικά της σπηλιάς του Leo Carampo όπως τα σύνταξε ο Εσπανιόλος ποιητής Don Mellovanas ο Σπανός», και δεν μπορεί να κρύψει τη δυνατή επίδραση του Φώτη Κόντογλου, του συμπατριώτη τού Βενέζη με την ισχυρή ιδιοτυπία. Λίγες γραμμές από το πεζογράφημα αυτό, που δείχνει μιαν αξιοσημείωτη ιστορικά μετακίνηση του Βενέζη:

 «Τα ιστορικά της σπηλιάς του Leo Carampo όπως τα σύνταξε ο Εσπανιόλος ποιητής Don Mellovanas ο Σπανός.

Φραίνουμαι απ’ τη ζωή, με φραίνει ιδιαίτερα η θάλασσα κι’ ο ουρανός στην τρικυμία. Τι ναν το κρύψω, που λίγο πολύ είμαι ποιητής. Α μου το πει τινάς αυτό θα γελάσω».

   ΄Εχουν περάσει εφτά χρόνια. Κ’ έρχεται η πρώτη επίσημη, ας πούμε, εμφάνιση του Βενέζη. Έγινε με την απονομή του 3ου Βραβείου του διαγωνισμού που προκύρηξε η «Νέα Εστία» το 1927, μόλις άρχισε την έκδοσή της, στο διήγημά του «Ο Θάνατος» και του χρημ.επάθλου των 1.000δρχ. (Στον ίδιο διαγωνισμό ο Αλέξανδρος Βεϊνόγλου κέρδισε το 1ο Βραβείο (χρημ.έπαθλο 3.000δρχ.) με τις «Θεότητες του Κοτύλου» και ο Μελάς Νικολαϊδης το 2ο Βραβείο (χρημ.έπαθλο 2.000δρχ.) με την «Καταδικασμένη»). Στον ίδιο διαγωνισμό έχουμε συμμετοχή και του Μ.Καραγάτση, που το διήγημά του «Η Κυρία Νίτσα» πήρε α΄ Έπαινο. Μέλη της κριτικής Επιτροπής: Κωστής Παλαμάς, Δ.Γρ.Καμπούρογλους, Σίμος Μενάρδος, Άλκης Θρύλος, Γρ.Ξενόπουλος, εισηγητής.

…….Η εισήγηση του οποίου ήταν κριτική σελίδα, που δείχνει ακόμη μια φορά την εξαίρετη κριτική όσφρηση του Ξενόπουλου. Ας μη ξεχνάμε ποτέ πως ο Ξενόπουλος παρουσίασε τον Γρυπάρη, αγωνίστηκε πρώτος για να επιβάλλει, σε χρόνους χαλεπούς, τον Καβάφη, και να εξηγήσει με τον πειστικότερο τρόπο την πεζογραφία του Βουτυρά.

   Ο «Θάνατος» είναι χρονολογημένος απ’ τον ίδιο τον συγγραφέα: «Μυτιλήνη, Αύγουστος 1927». Κ’ έπειτα από ένα χρόνο έχουμε το πρώτο βιβλίο του: «Ο Μανώλης Λέκας και άλλα διηγήματα» (Αθήνα, 1928). Έχουμε και ολοκληρωμένη τη μεταβολή, που ήταν πια φανερή από τον «Θάνατο». Μπορούμε να πούμε ότι με το βιβλίο αυτό είχε γεννηθεί ένας πνευματικός άνθρωπος. Ο Βενέζης ήταν πια απελευθερωμένος κι από την επίδραση του Κόντογλου και βρισκόταν στον δρόμο που θα οδηγούσε στην εντελώς δική του, στην προσωπική του εργασία. Είναι τώρα μια παρουσία στον χώρο της λογοτεχνίας μας. Κι από τους πρώτους υπογράμμισε αυτή την παρουσία ο Φώτος Πολίτης με σωστές παρατηρήσεις, που είχαν την ανεπιφύλακτη επιδοκιμασία του:

 «O Βενέζης, γράφει, ξέρει τους ανθρώπους και τους τόπους. Ξέρει τη φύση που ανιστορεί, κι’ έχει τη δύναμη -που είναι ταλέντο- να διακρίνη τη λεπτομέρεια τη σημαντική και να της δίνη αναγλυφικότητα. Ένα διήγημά του «Το Λιος», μπορεί να μπη στη σειρά των καλυτέρων της λογοτεχνίας μας… Ο Βενέζης μπαίνει θαρραλέα μες στα περιστατικά που διηγείται. Πασχίζει να ιδή από πολύ κοντά τους ανθρώπους που τον συγκινούν. Αηδιάζει τους γλυκασμούς. Αγνοεί απόλυτα τον ρωμαντισμό τον εύκολο. Έχει θέληση για μάθηση και παρατηρητικότητα. Όλα αυτά μαζί είναι δυσεύρετα προσόντα σήμερα στον τόπο μας».

 ……Γενικά γνωρίσματα αυτών των πρώτων διηγημάτων του: Καλό σχέδιο, ζωντάνια στην αφήγηση, ρεαλισμός που ταιριάζει στην εξιστόρηση των γεγονότων μιας σκληρής αιχμαλωσίας, και συχνά πνοή λυρική, που γίνεται κρυφή δύναμη των ανθρώπων του Βενέζη μα και δική του ανάσα θερμή απάνω από τα πάθη τους, – εκδήλωση που θα γίνει μόνιμο ψυχικό κλίμα σ’ όλο το έργο του.Μόνο η γλωσσική μορφή των διηγημάτων αυτών προκαλεί εδώ κι εκεί αντιρρήσεις. Ακόμη η δημοτική του Βενέζη δεν είναι κατασταλαγμένη. Και δεν είναι απαλλαγμένη από ακρότητες, που θα λείψουν από το δεύτερο βιβλίο του κ’ έπειτα.

   Το βιβλίο αυτό είναι το «Νούμερο 31328», ήρθε το 1931 και καθιέρωσε τον Βενέζη. Θα σταθούμε σ’ αυτό το βιβλίο. Αλλά πριν το ανοίξουμε και παρακολουθήσουμε στις σελίδες του το μαρτύριο του ανθρώπου που έζησε δεκατέσσερις μήνες αιχμάλωτος στα εργατικά τάγματα της Ανατολής, θα δώσουμε έναν πίνακα των λογοτεχνικών βιβλίων του Βενέζη, χρήσιμο στον αναγνώστη, καλό οδηγό και στην κριτική ανίχνευση που επιχειρούμε. Τα βιβλία αυτά είναι τα ακόλουθα (σημειώνεται σε παρένθεση η πρώτη τους έκδοση): «Ο Μανώλης Λέκας» (1928), «Το Νούμερο 31328» (1931), «Γαλήνη» (1939), «Αιγαίο» (1941), «Αιολική γη» (1943), «Άνεμοι» (1944), «Ώρα πολέμου» (1946), «Φθινόπωρο στην Ιταλία» (1950), «Έξοδος» (1950), «Οι Νικημένου» (1954), «Αμερικανική γη» (1955), «Ωκεανός» (1956), «Αργοναύτες» (1962), «Αρχιπέλαγος» (1969), «Εφταλού» (1972), «Περιηγήσεις» (1973), «Στις ελληνικές θάλασσες» (1973), «Μικρασία, χαίρε» (1974). Έγραψε ακόμα ο Βενέζης ένα θεατρικό έργο, το «Μπλοκ C», που σύντομα σχολιάσαμε το θέμα του, τον «Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό» της Κατοχής (1952), το «Χρονικό της Τραπέζης της Ελλάδος» (1955), και τον «Εμμανουήλ Τσουδερό» (1965).

 …….Το «Νούμερο 31328», που έρχεται χρονολογικά πρώτο από τα σημαντικά έργα του, το χαρακτηρίζει ο ίδιος. Μας λέει ότι είναι «το βιβλίο της σκλαβιάς», αλλού «το βιβλίο της αιχμαλωσίας», κι αλλού «η διαμαρτυρία ενός παιδιού εναντίον του πολέμου» και «η διαμαρτυρία ενός ανθρώπου» (πρόλογος στη β΄έκδοση). Εμείς, χωρίς να παραμερίσουμε αυτούς τους χαρακτηρισμούς, βλέπουμε το «Νούμερο 31228» στην ευρύτερη προσφορά του: μαρτυρία για τον άνθρωπο, για την εποχή, για τον πολιτισμό της.

 …….Στο βιβλίο αυτό ο Βενέζης έχει να πει πολλά. Ήθελε να δείξει τις φοβερές συνέπειες του πολέμου για τον άνθρωπο και να προκαλέσει όχι μόνο την καταδίκη του στη συνείδηση των αναγνωστών του, αλλά κάτι σοβαρότερο: τον μεγάλο εκείνο θυμό που αλλάζει πεποιθήσεις. Το νούμερο 31328 βρίσκεται παντού. Δε λείπει από κανέναν κίνδυνο, από καμιά κρίσιμη στιγμή, από καμιά αγωνία, από καμιά πορεία, από κανένα μαστίγωμα, απο καμιά βαριά αγγαρεία, λες και είναι το σώμα και η ψυχή των χιλιάδων Ελλήνων που πέρασαν τον καιρό της αιχμαλωσίας τους στα εργατικά τάγματα της Ανατολής, όπου κινδύνευε άλλοτε η ζωή τους, άλλοτε η τιμή τους, συχνά και τα δύο μαζί. Ο Βενέζης επιμένει στο σημείο αυτό για να προκαλέσει γονιμότερη αγανάκτηση. Νομίζω, όμως, αγγίζει την υπερβολή, που λες και θέλει να την εξηγήσει, ή να την δικαιολογήσει, και γράφει, όπως σημειώσαμε (πρόλ.στην έκδοση β΄):

«Έχουν να λένε πως κανένας πόνος δεν μπορεί να είναι ισοδύναμος με τον ηθικό πόνο. Αυτά τα λένε οι σοφοί και τα βιβλία. Όμως, αν βγεις στα τρίστρατα και ρωτήσης τους μάρτυρες, αυτούς που τα κορμιά τους βασανίστηκαν ενώ πάνω τους σαλάγιζε ο θάνατος, – και είναι τόσο εύκολο να τους βρης, η εποχή μας φρόντισε και γέμισε τον κόσμο, – αν τους ρωτήσεις, θα μάθεις πως τίποτα , τίποτα δεν υπάρχει πιο βαθύ και πιο ιερό από ένα σώμα που βασανίζεται».

 ……Έχει ζήσει ο Βενέζης την αγωνία του ελληνισμού της Μ.Ασίας και σε άλλο χρόνο και σε άλλη μορφή, έχει δει από πολύ κοντά τον αγώνα του, για να ριζώσει στη γη που βρέθηκε έπειτ’ από τη συμφορά, έναν αγώνα που κι αυτός είναι ένα αληθινό έπος, και νιώθει την ανάγκη να πει πάλι τον λόγο του, να δώσει ακόμη μια μαρτυρία. Έτσι ήρθε το 1939 η «Γαλήνη», το αφήγημα που ο ίδιος το λέει μυθιστόρημα και που πραγματικά έχει τα γνωρίσματα αυτού του είδους της πεζογραφίας περισσότερο απο κάθε άλλο έργο του. Έδωσε ο Βενέζης τη «Γαλήνη» έπειτα από οχτώ χρόνια σιωπής. Μα η σιωπή του δεν ήταν κούραση και αδράνεια, δεν ήταν το κενό που ακολουθεί έπειτ’ από την προσφορά των ανθρώπων που δίνουν ό,τι έχουν με μια και μόνη γενναία πράξη. Ήταν περισυλλογή, καλλιέργεια εσωτερική, μελέτη ενός κόσμου που έπρεπε να κατασταλάξει και να πάρει οριστική μορφή, μα και η επιθυμία να κοιταχθεί ο κόσμος αυτός από κάποια απόσταση, με αγάπη πάντα, με νοσταλγία, αλλά και με την αντικειμενική εκείνη κρίση που δένει τις νέες καταστάσεις με τις παλιές, που τις εξετάζει ως τις ρίζες που έριξαν στους τόπους που βρέθηκαν και διαμορφώνονται, και τις τοποθετεί μέσα στα πλαίσια της νέας ζωής, εκεί δηλαδή που έχουν όλες τις προσπάθειές τους, όλες τις ελπίδες τους, όλη την προέκταση της ζωής τους σε καινούρια γη. Όμως και πάλι η σιωπή αυτή δεν ήταν απόλυτη. Σ’ αυτά τα οχτώ χρόνια, έγραψε ο Βενέζης μερικά από τα καλύτερα διηγήματά του, που θα τα δούμε και θα τα σχολιάσουμε παρακάτω.

   Ένα μεγάλο θέμα κ’ ένας αφηγητής που έχει πια οργανώσει τους εκφραστικούς του τρόπους γεμίζουν τις σελίδες της «Γαλήνης». Το ξερίζωμα ενός ολόκληρου λαού από την Ιωνία, η δραματική του προσπάθεια να περιμαζέψει ό,τι του απέμεινε και να κάνει νέες εστίες, η συναίσθηση του χρέους μα και η αντίσταση των ανθρώπων και της γης που δέχτηκαν ξαφνικά όλο το βάρος του και κυριεύτηκαν, στην αρχή, από ακράτητο πανικό, η πιο επικίνδυνη περιπέτεια ενός έθνους, που έβλεπε πως ήταν αναγκασμένο να δώσει στη ζωτικότητά του διαστάσεις που δε θα τολμούσε, σε ώρες ψυχρών υπολογισμών, να τις φανταστεί καν η να γονατίσει απάνω στον πρώτον αιώνα της ελευθερίας του, ήταν ένας μεγάλος κοινωνικός πίνακας, ένας ελληνικός πίνακας, που δεν μπορούσαν να τον συνθέσουν απλοί αισθητικοί ερεθισμοί ή άμορφο, πρώτο υλικό, που δεν πέρασε από μια γενική θεώρηση, από μια στοχαστική έρευνα, από τον αυστηρό έλεγχο του πνευματικού

ανθρώπου που νιώθει την ευθύνη του και δεν επιτρέπει στην τέχνη, όταν επιχειρεί να γίνει το χρονικό μιας εποχής ή του μεγάλου δράματος ενός ολόκληρου κόσμου, ν’ αφήνεται ασυλλόγιστη, ακυβέρνητη, στο παιχνίδι της. Η «Γαλήνη» δεν είναι έργο με προθέσεις, με αποδεικτική προσπάθεια. Ωστόσο, αν δεν την πλημμύριζε μια απέραντη καλωσύνη, συγκρατημένη πάντα στα όρια της αξιοπρέπειας και του μέτρου που εμποδίζει την ευεργεσία να γίνει ενοχλητική προσφορά, αν δεν τη σφράγιζε σε όλες τις σελίδες της μια βαθύτατη, μια πολυσυλλογισμένη αγάπη για τον άνθρωπο, θα έμενε ένα συνηθισμένο έργο. Ο Βενέζης δεν είδε το δράμα του προσφυγικού κόσμου σαν ένα θέμα όπου εύκολα μπορούσε να κερδίσει τον αναγνώστη , αλλά σαν ένα σκοτάδι, σαν ένα χάος, που δύσκολα θα το πλησίαζε μια τίμια σκέψη και δυσκολότερα ακόμα θα το άλλαζε σε καθορισμένες μορφές ζωής, σ’ εκδηλώσεις που ν’ αναπηδούν από κοινούς θρήνους και κοινές ελπίδες, από κοινή συνείδηση.

 …….Το βιβλίο που ακολούθησε είναι το «Αιγαίο» (1941), διηγήματα γραμμένα ανάμεσα στο «Νούμερο 31328» και στη «Γαλήνη»: η ψυχική πορεία από την ταραχή στην περίσκεψη και στην ηρεμία. Ο Βενέζης με το «Αιγαίο» του, δεν πείθει μόνο ότι είναι άξιος σε τούτο ή σε εκείνο το είδος του λόγου, αλλά πεζογράφος πια σωστός, ολόκληρος: μυθιστοριογράφος και προπάντων διηγηματογράφος. Στο διήγημα έφτασε η προσπάθειά του στα πιο αξιόλογα αποτελέσματα.

   Έχει συμπληρωθεί πια ένας κύκλος εργασίας. Όμως δεν έχει κλείσει ο άλλος εκείνος κύκλος, που παίρνει και δένει τη ζωή μας σε μιαν αδιάσπαστη ενότητα. Έτσι έρχεται το 1943 το δεύτερο μυθιστόρημα του Βενέζη η «Αιολική γη», – στη σύνθεσή του λιγότερο μυθιστόρημα από τη «Γαλήνη», – μια κορύφωση που έμεινε αξεπέραστη. Ο Βενέζης με την «Αιολική γη» έχει φτάσει εκεί που ο λογοτέχνης δίνει μορφή στην ωριμότητά του (εσωτερική – ψυχική, εξωτερική· εκφραστικά μέσα) και μπορεί να πει ότι έκαμε προσωπική προσφορά. Γιατί η «Αιολική γη» είναι μια αληθινή προσφορά στη λογοτεχνία μας, που συνοψίζει τις κυριότερες ικανότητες του συγγραφέα της, ακόμα και μερικές αδυναμίες του, αισθητές σε σελίδες του παραφορτωμένες από την ιδιοτυπία του, δηλαδή από τα προσωπικά εκείνα στοιχεία που με τη συχνή επανάληψη, – όπως η συνομιλία με τα δέντρα, τα φυτά, τη γη, το νερό, – γίνονται δυσάρεστος πλεονασμός, απλή φλυαρία θα έλεγε άλλος.

 …….Η πρώτη μου εντύπωση από την «Αιολική γη», η παρθενική, ας πούμε, η εντύπωση που δεν είχε βρεθεί ακόμα κάτω από τον έλεγχο της λογικής και της υπεύθυνης έρευνας, κ’ εγώ δεν ξέρω πώς δέθηκε μ’ ένα τραγούδι του Ουράνη που δημοσιεύτηκε λίγο πριν από τη β΄έκδοσή της. Το τραγούδι αυτό είναι το «Ξεκίνημα» κι αρχίζει μ’ αυτούς τους στίχους:

Τι θάμβος – θε μου! – ήταν εκείνο

όταν η Νιότη μου ορθή

μπρος στο κατώφλι της ζωής μου

κ’ όμοια με πλώρης τη μορφή

 

στάθη κι’ αγνάντεψε τον κόσμο

προτού, με ριγηλή χαρά,

– σαν τον κολυμπητή που μπαίνει

σε κρύα πρωϊνά νερά –

 

πάρει τον δρόμο που ανοιγόταν

ίσιος, πλατύς προς τη Ζωή

που ο αχός της έφτανε ως εμένα

σαν του πελάου τη βοή!

  Σαν τον κολυμπητή, λοιπόν, που μπαίνει σε κρύα πρωινά νερά, είχα κρατήσει μιαν ανατριχίλα από την πρώτη ανάγνωση της «Αιολικής γης» και, – δεν το κρύβω,- προσπαθούσα να την διατηρήσω, να την διατηρήσω ολόκληρη. Την εδέχτηκα σαν ανανέωση και σαν ερεθισμό, που ξύπνησε μέσα μου λησμονημένες δυνάμεις, μακρινές μα ολοκάθαρες ψυχικές καταστάσεις, που δεν ακολούθησαν τον άντρα, ούτε τον έφηβο καλά-καλά, κ’ έμειναν πάναγνες, ιερές, έμειναν χώροι που ούτε το κουρασμένο αίσθημα, ούτε η πικρή γνώση τούς πλησίασε. Ο Ηλίας Βενέζης, όπως όλοι όσοι έχουν την όσφρηση του δημιουργού που δεν τον αφήνει να ξεγελαστεί από τα φαινόμενα και τον βοηθεί να αναζητήσει τον πραγματικό εαυτό του, τις ρίζες της ζωής του, σε συγκινήσεις που θαρρείς πως εύκολα προσφέρονται στην έρευνα μα γρήγορα καταλαβαίνεις ότι κρατούν καλά προστατευμένο ένα σημαντικό μυστικό, γύρισε σ’ αυτές τις μακρινές καταστάσεις κι άκουσε ένα τραγούδι, που είχε και μια και πολλές φωνές, που είχε και τον καταγάλανο ουρανό της παιδικής ηλικίας αλλά και τη γη της, με τους ανθρώπους της, με τα δέντρα της, με τα βουνά της, με τα πουλιά της, με τα ζώα της, προπάντων με τον μεγάλο της μύθο που ήταν ένας κι όλοι μαζί οι Έλληνες της Ιωνίας. Εδώ ο Βενέζης στάθηκε όπως οι ραβδοσκόποι που ακούνε κάτω από τα πόδια τους το μεγάλο ποταμό. Και βρήκε ό,τι ζητούσε: τον χαμηλό τόνο του παραμυθιού μα και το επικό στοιχείο που δίνει πλάτος και καθολικότητα, που απλώνει τους πόθους ενός ατόμου και τους κάνει συνείδηση ενός κόσμου ολόκληρου. Κατάλαβε ακόμη ότι εκεί, σ’ αυτή την αναδρομή και στην αγαπημένη γη της Ιωνίας, μπορούσε να αναπτύξει ένα άλλο στοιχείο, πρώτο ίσως και σημαντικότερο στον οπλισμό κάθε λογοτέχνη, που το κατέχει ο Βενέζης περισσότερο από κάθε άλλον πεζογράφο μας: το στοιχείο της μαγείας. Όποια σελίδα της «Αιολικής γης» κι αν διαβάσετε, θα το βρείτε αυτό το στοιχείο, πότε να δίνει εξαίρετες περιγραφικές σελίδες, πότε να κάνει μοναδική ιστορία το συνηθισμένο ή και το ασήμαντο ακόμα περιστατικό, άλλοτε να μεταβάλλει τον άλαλο θαυμασμό για τη φύση σε θερμή και κάποτε, όπως είπαμε, φλύαρη συνομιλία και να κρύβει και τις αδυναμίες που έχουν μερικές σελίδες της «Αιολικής γης».

 ….. Αυτή η μαγεία βρίσκεται κάτω από κάθε λέξη και κάθε φράση του Βενέζη και οργανώνει το σύνολο. Και τόσα χρόνια έπειτ’ από την πρώτη εμφάνιση της «Αιολικής γης», δίνει πάντα το ίδιο αποτέλεσμα: κρατάει τον αναγνώστη πολύ κοντά στο πεζογράφημα αυτό της νοσταλγίας και του ονείρου. Έτσι εξηγείται και η σπάνια επιτυχία του: οι άνθρωποι χρειάζονται πάντα τη μαγεία και την ευτυχία που χαρίζει. Και όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλους τόπους: όπου μεταφράστηκε η «Αιολική γη» κ’ εκέρδισε τόσους επαίνους.

   Δυο ακόμα βιβλία του Βενέζη, έπειτ’ από την «Αιολική γη», μας απομακρύνουν από τα διηγήματά του και μας πηγαίνουν σ’ ένα χρονικό και σ’ ένα μυθιστόρημα, όπως τα χαρακτηρίζει ο ίδιος. Είναι η «Έξοδος» και ο «Ωκεανός».

   Με την «Έξοδο», βιβλίο του 1950, ο Βενέζης θέλει να δώσει άκομη μια μαρτυρία : για μιαν άλλη έξοδο, – η μεγάλη έξοδος του 1922 πάντα στη σκέψη του, – για τη φυγή των Ελλήνων της Μακεδονίας και της Θράκης, όταν Ιταλοί, Βούλγαροι και Γερμανοί ζητούν να υποτάξουν την Ελλάδα με μια βαναυσότητα που μόνο με την αγριότητα των Τούρκων της Μ.Ασίας μπορεί να συγκριθεί. Παρακολουθεί πάλι ο Βενέζης κυνηγημένους Έλληνες, που κοπάδια-κοπάδια κατεβαίνουν από την Βόρεια Ελλάδα για να καταλήξουν στην Αθήνα, περνάει μαζί τους από τόπους και θρύλους ελληνικούς, – Δελφοί, Θήβα, Κιθαιρώνας, Αντιγόνη, Οιδίπους, – δένει παλιές τραγωδίες με νές συμφορές, σημαδεύει, χωρίς να παρασύρεται σε άκαιρους πατριωτισμούς, την ενότητα και τη διάρκεια του ελληνισμού και διηγείται τώρα όχι στον τόνο του «Νούμερου 31328» αλλά με φωνή πιο μαλακιά, τη τη λυρική διάθεση που του έχει γίνει αφηγηματικός τρόπος στις σελίδες της «Αιολικής γης».

 ………Ο «Ωκεανός», βιβλίο του 1956, είναι ένα μεγάλο ταξίδι, που ο Βενέζης το λέει μυθιστόρημα. Αν μου έδιναν χειρόγραφο και ανώνυμο το κείμενο του «Ωκεανού», καθόλου δε θα δυσκολευόμουν να κατονομάσω τον συγγραφέα του. Υπάρχουν τρεις-τέσσερις φωνές στη λογοτεχνία μας, που τις ξέρουμε πια πάρα πολύ καλά, που αμέσως τις αναγνωρίζουμε και που δεν αλλοιώνονται ούτε στις πιο έκτακτες ανάγκες. Και τούτο ακριβώς έγινε με τον «Ωκεανό». Εδώ ο Βενέζης έπρεπε να δοκιμάσει τους αφηγηματικούς του τρόπους απάνω σε καταστάσεις που δεν του είναι οικείες, – όσο τουλάχιστον τα θέματα των περισσότερων άλλων βιβλίων του, – εδώ είχε να βάλει σε αγώνα σκληρό τη συγκρατημένη λυρική του διάθεση και τη μαγεία του λόγου με το ταξίδι που δεν τελειώνει και με την ομοιομορφία της μεγάλης θάλασσας που θανάσιμα εξαντλεί. Κι ακόμα, ήταν υποχρεωμένος να ιστορήσει τη ζωή, σ’ ένα φορτηγό, που σαλπάρησε από το Λιβόρνο κα με σταθμό μόνο στην Αφρική, πέρασε τον Ατλαντικό για να ξεφορτώσει στη Βαλτιμόρη, να ιστορήσει στο χαμηλό και μουσικό τόνο, στον δικό του τόνο, τη βαριά δουλειά, τον κίνδυνο που δεν μπορεί να περιμένει βοήθεια από πουθενά, τη δύναμη της απύθμενης θάλασσας που τίποτα δεν είναι ικανό να την υποτάξει, τον μόχθο σε μιαν από τις τραχύτερες μορφές του, δηλαδή να δώσει το ξέσπασμα του βασανισμένου ανθρώπου και τους θυμούς του Ωκεανού, ο πεζογράφος αυτός που αποστρέφεται την κραυγή.

 ……Ας δούμε τώρα μιαν ακόμη από τις συλλογές διηγημάτων του Βενέζη: τους «Νικημένους», που τυπώθηκαν το 1954 κ’ έχουν καλή θέση στο έργο του. Ο συγγραφέας τους μας κάνει ακόμη μια φορά να παραδεχτούμε ότι στη λογοτεχνία, γενικότερα στην τέχνη, αξίζουν εκείνοι μόνο οι ορισμοί που γράφονται με την ευαισθησία και με τη φαντασία των δημιουργών και όχι με τη σοφία των ερευνητών. Μας λένε οι κριτικοί και οι ιστορικοί: από δω ως εκεί μπορεί να κινηθεί το διήγημα, σ’ αυτό ή σ’ εκείνο το θέμα αντέχει η φόρμα του, σύνθεση και συμπύκνωση γεγονότων οφείλει να δώσει και όχι ανάλυση, όχι το άπλωμα σε μεγάλους και πολυπρόσωπους πίνακες ζωής, που ανήκουν στο μυθιστόρημα. Κ’ ενώ όλ’ αυτά επαληθεύονται σε κείμενα με αναμφισβήτητη αξία, έρχονται άλλα κείμενα που υπαγορεύουν νέον ορισμό του λογοτεχνικού αυτού είδους, που μας υποχρεώνουν να τον δεχτούμε κι αυτόν, όσες διαφορές και εκπλήξεις κι αν παρουσιάζει, και μας δείχνουν ότι το μήκος του διηγήματος μπορεί να είναι από την πλατεία της Ομονοίας ως την πλατεία του Συντάγματος, αλλά μπορεί να φτάσει κι ως τη Ν.Υόρκη κι ως το Λογκ Άιλαντ, ως εκεί που το πήγε ο Ηλίας Βενέζης με την ιστορία τού «Ληστή Πάντσο Βίλλα» των «Νικημένων» του. Το διήγημα, λοιπόν, δεν το κάνει ο ορισμός. Το δίνει ο συγγραφέας, το δίνει ο τεχνίτης, που έχει τη δύναμη, αν είναι ανάγκη, να παραμερίζει τους παλιούς νόμους και να επιβάλλει νέους, που ξέρει να πλάσει ανθρώπους και που ποτέ δεν ξεχνάει ότι από την πρώτη ως την τελευταία του φράση πρέπει να μένει αφηγητής, με τον τρόπο του, βέβαια, στον τόνο που του πάει περισσότερο, αλλά πάντα αφηγητής, πάντα παραμυθάς. Είναι βιβλίο διηγημάτων «Οι Νικημένοι». Και το σημειώνω τούτο με πολλή χαρά, κουρασμένος τα τελευταία χρόνια από το πλήθος των λογοτεχνικών πεζογραφημάτων που προσπαθούν μα δε γίνονται διηγήματα, που κατακλύζονται από αγωνιώδεις αναζητήσεις, αλλά δεν προχωρούν περ’ από το στάδιο των πειραματισμών. Οι «Νικημένοι» προσφέρουν ακόμη μιαν υπηρεσία: Μας θυμίζουν την παράδοση του ελληνικού διηγήματος, που στάθηκε πενήντα περίπου χρόνια πολύ αξιόλογη. Κι αλήθεια, το ελληνικό διήγημα, από την εποχή που το θεμελίωσε ο Βιζυηνός με το «Αμάρτημα της μητρός μου», δηλαδή από το 1883, είναι το ένα από τα δύο ολοκληρωμένα κεφάλαια της λογοτεχνίας μας. Έχουμε διηγήματα που μπορούν να συγκριθούν με τα καλύτερα ξένα, όπως έχουμε και σημαντική λυρική ποίηση. Η γενεά του 1880, του Βιζυηνού και του Παπαδιαμάντη η γενεά, καλλιέργησε το διήγημα με πάθος, το ίδιο και οι νεότεροι, οι πεζογράφοι του 1900, του 1910, ακόμη και οι πεζογράφοι που έζησαν ανάμεσα στους δυο μεγάλους πολέμους κ’ έδωσαν στις σελίδες τους την αβεβαιότητα αυτής της εποχής. Αλλά και σήμερα δε γράφονται λίγα «διηγήματα». Όποιος όμως προσέξει , ότι πολλά είναι αδέξιες προσπάθειες να ανανέωση του λογοτεχνικού αυτού είδους: διαλύουν την αρχιτεκτονική του, παρεμβάλλουν ξένα στοιχεία (λ.χ. επιστημονικές παρατηρήσεις) ή το πλησιάζουν πάρα πολύ στη λυρική έκφραση και καταργούν τα όρια πεζού και λυρικού λόγου. Έτσι, το διήγημα παρουσιάζεται, στις ημέρες μας, κάπως ισχνό. Απόδειξη και οι διάφοροι διαγωνισμοί, που πολύ μικρή απόδοση έχουν.

   Ο Βενέζης από πολύ νέος είχε το δώρο Θεού ν’ αγαπάει τον άνθρωπο και να τον συγχωρεί. Τώρα, ώριμος πια, έχει βρει την ευτυχία του σ’ αυτή την αγάπη, – την κάθαρσή του από τα μικρά και τα μεγάλα πάθη που είναι μέσα μας και γύρω μας, που δεν μπορεί παρά να ήταν και γύρω του. Πλησιάζει για να χαϊδέψει, για να γλυκάνει μια πληγή, για να ψιθυρίσει ένα καλό λόγο, κι ο άνθρωπος που καταλαβαίνει ότι θα βρει τη συμπόνια κι όχι τον έλεγχο, πηγαίνει και του παραδίνεται. Ένας κόσμος ολοκληρωμένος υπάρχει πια στον Βενέζη. Και, φυσικά, δεν μπορούσε να λείπει από τους «Νικημένους» του, σελίδες της καλής ώρας, σελίδες επίμονης τεχνικής. Λογοτεχνικές, καθώς σημείωσα, είναι όλες οι σελίδες των «Νικημένων». Κι αξιανάγνωστες. Μα τα διηγήματα «Θεώνυχος και Μνησαρέτη», «Νύχτα του Ασκληπιείου», «Πολιτεία Βιρτζίνια», «Οι δυο γυναίκες κι’ ο Πύργος», «Ο ναυαγός», «Η λεύκα», κι αυτός ο ολοζώντανος και μαζί συμβολικός «Ληστής Πάντσο Βίλλα» έχουν τα στοιχεία της διάρκειας. Συχνά θα τα θυμόμαστε και θα τα διαβάζουμε. Και η πεζογραφία μας θα μπορεί μ’ αυτά να κερδίζει νέους φίλους.

   Τα κείμενα των «Αργοναυτών», βιβλίο του 1962, που ο ίδιος το χαρακτηρίζει «ταξιδιωτικά χρονικά», με υπότιτλο «Χρονικά των Ελλήνων και ταξίδια», στηρίζονται κι από τον θαυμασμό μπροστά στην ομορφιά των ηρωικών πράξεων όπου θερμαίνονται και χρωματίζονται από αρκετό λαογραφικό υλικό. Ωστόσο, αμέσως βλέπεις τον λογοτέχνη που ψάχνει να βρει τα στοιχεία του μύθου που θα του δώσουν μια πρώτη βάση ή απλώνει και υψώνει τον έτοιμο μύθο σε σύμβολο. Όταν μάλιστα πρόκειται να πλησιάσει έναν καθαρά εθνικό μύθο, κάνει πιο μεγάλα και γρήγορα τα βήματά του προς αυτόν, δεν αργεί να τον τοποθετήσει στο επίπεδο που του πρέπει και με άνεση γράφει σελίδες αληθινά λογοτεχνικές.

   Η «Σπηλιά», -πρώτο κείμενο στους «Αργοναύτες», – είναι και έτοιμος μύθος και μύθος εθνικός, που κερδίζει με την ανασύνθεση. Σ’ αυτή τη σπηλιά κάηκε ο ήρωας της Κύπρου, ο Γρηγόρης Αυξεντίου, – γεγονός χτεσινό, ζεστό ακόμα, κίνδυνος για κάθε κοντύλι. Και όμως ο Βενέζης όχι μόνο το πλησιάζει και το βάζει κάτω από την πειθαρχία της λογοτεχνικής ανασύνθεσης, αλλά μ’ αυτό το γεγονός, μόνο με την προβολή του, με τον επικό τόνο που κρατάει σε όλη την αφήγηση, δίνει ένα σύνολο: την εικόνα όλου του Αγώνα. «Κείνη την ώρα, -γράφει, – καταμεσήμερο, ήταν ερημιά γύρω. Ψυχή. Σύρθηκα μες στη σπηλιά. Είναι ένας ελάχιστος τόπος. Μόλις μπορούν να χωρέσουν τρεις τέσσερις κουλουριασμένοι άνθρωποι. Δεν είναι, καθώς μας είχαν πει, φυσική σπηλιά. Ο Αυξεντίου και οι σύντροφοί του επωφελήθηκαν από τη διαμόρφωση του εδάφους, σκάψανε τρύπα. Την είσοδό της την κρύβανε τα θάμνα. Έτσι είχαν το κρησφύγετό τους. Ησυχία πολύ γύρω, μήτε ένα πουλί δεν κελαϊδεί. Ένα καντήλι είναι μες στη σπηλιά σβηστό. Πλάι ένα μπουκάλι λάδι. Μια φωτογραφία του Αυξεντίου. Ένα δοκάρι, οριζόντια, υποβαστάζει τη σκεπή της σπηλιάς. Είναι ακόμα καπνισμένο από τις φλόγες. Πολλά ονόματα προσκυνητών χαραγμένα στο δοκάρι, στα τοιχώματα. Εδώ πυρπολήθηκε, λαμπάδιασε το νέο σώμα». Τίποτ’ άλλο, τίποτα περισσότερο για τη σπηλιά που έχει γίνει πια προσκύνημα. Αλλά και τι άλλο; Όταν η λογοτεχνική λιτότητα έχει φτάσει στη φράση «εδώ πυρπολήθηκε, λαμπάδιασε το νέο σώμα», τα έχει δώσει όλα. Από κει και πέρα έρχεται η μητέρα του ήρωα να μοιρολογήσει. Κι αφού το μοιρολόι γίνεται στην Κύπρο, είναι σε στίχους, που πρέπει να τους ακούσουμε:

«Ξύπνα, Γρηγόρη, τζι’ έφτασεν η μάνα σου κοντά σου,

ήρτεν να δη τους κόπους σου τζιαί τα κρησφύγετά σου.

Ήρτεν να δη τους κόπους σου δε πάνω που πολέμας.

Επουμπουρίζαν τα βουνά τζι’ ήτουν τζι’ η Παναγία

εις το πλευρόν σου τζέστεκεν, Γρηγόρη, τζιαί βοήθαν.

Εγώ, γιε μου, δεν σε χάρηκα τζι’ έσσο μου δεν σε είδα,

ας σε χαρή η πατρίδα μας για την ελευθερίαν».

   Εξαίρετες σελίδες έχουμε και στο «Οδοιπορικό του Ολύμπου», ανάβαση στην πιο ψιλή κορφή του, που είχε γίνει σκοπός ζωής για τον Φράνσις Φάρκιουαρ από την Καλιφόρνια, και στο «Οδοιπορικό του Μετσόβου» και στους «Λύκους». Οι «Λύκοι» είναι ένα χρονικό της καρτερίας κ’ ένα από τα καλύτερα κείμενα του Βενέζη. Αυτό το νέο ζευγάρι, ο δάσκαλος κ’ η γυναίκα του που αποφασίζουν να ζήσουν στο Σούλι, στ’ απλησίαστα βουνά, η μεγάλη τους προσπάθεια, έπειτα το λύγισμα της κοπέλας, μας αναστατώνουν, μας βάζουν σε πολλές σκέψεις. Αφήγημα που δείχνει τον άξιο λογοτέχνη, τον πεζογράφο που παραμερίζει το εύκολο και δοκιμάζει τις δυνάμεις του στη δύσκολη ώρα, – στην επικίνδυνη κρίση που έζησαν αυτοί οι δύο νέοι άνθρωποι στην άξενη γη. Βιβλίο πολύ αξιόλογο οι «Αργοναύτες». Έχουν πολλά από τα γνωρίσματα και τα χαρίσματα του συγγραφέα τους.

   Τρία είναι τα ταξιδιωτικά βιβλία του Βενέζη: το «Φθινόπωρο στην Ιταλία» (1950), η «Αμερικάνικη γη» (1955) και οι «Περιηγήσεις» (1973). «Οδοιπορικό» θέλει το ένα, «ταξιδιωτικό χρονικό» το άλλο, «ταξιδιωτικό – μυθιστορία του Ιονίου και του Αιγαίου» το τρίτο. Με το «Φθινόπωρο στην Ιταλία» ίσως καλεί ο Βενέζης τον αναγνώστη σε ανθρώπους και σε πολιτισμούς, που του είναι πολύ γνώριμοι είτε από άμεση επαφή είτε από βιβλία που αξίζουν κάποτε περισσότερο κι από την προσωπική πείρα, από βιβλία που συγκέντρωσαν τις συγκινήσεις και τις πληροφορίες ενός πολύ ευαίσθητου δέκτη, ενός γυμνασμένου ματιού που ξέρει να βλέπει και να ξεχωρίζει τα αναμφισβήτητα αξιόλογα ή ενός οργανωμένου μυαλού που κατορθώνει γρήγορα και σωστά να καθορίζει την προσφορά κάθε λαού ή την ομορφιά ενός μνημείου κ’ ενός θρύλου. Αλλά σε γνώριμο έδαφος αν πρόκειτε να πάμε, η χαρά δε μπορεί να είναι μικρότερη. Το ταξίδι στην Ιταλία, όπου μας καλεί ο Βενέζης, μοιάζει με την επιστροφή που δίνει περισσότερες υποσχέσεις από το πρώτο ξεκίνημα για έναν άγνωστο τόπο.

 ….. Το «Φθινόπωρο στην Ιταλία», ούτε το θέμα του εξαντλεί, ούτε προγραμματικά, μεθοδικά, προσπαθεί να το δώσει. Περίπατοι στη Βενετία, στη Φλωρεντία, στο Λιβόρνο, στη Ρώμη, στη Νάπολη, στην Πομπηΐα στο καταφύγιο του Σαν Μικέλε. Περίπατοι σύντομοι, κι ό,τι πιάσει το μάτι κι ό,τι αισθανθεί η ψυχή. Κ’ εδώ ακριβώς βλέπεις τον πεζογράφο που είναι δέκτης. Και δέκτης ευαίσθητος όχι μόνο σε ορισμένο χώρο, αλλά παντού, όπου τον βγάλει ο δρόμος, όπου τον σταματήσει ο οδηγός. Και στα παλάτια της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, κ’ εκεί που ακούγονται ακόμα οι κατάρες του Σαβοναρόλα ή είναι φανερά τα ίχνη του Μιχαήλ Άγγελου, και στην Αππία οδό, και στο Βατικανό, στους τάφους του Σέλλεϋ και του Κητς, και στη Νάπολη και στο Σαν Μικέλε. Ο Βενέζης είναι από τους λογοτέχνες που ζουν το παρελθόν μέσα σ’ ένα ρεμβασμό βαθύ και γόνιμο. Και δε χρειάζονται, νομίζω, πολλά για να εξηγήσω πόσο κοντά του κρατάει τον αναγνώστη μέσα σ’ αυτόν τον ρεμβασμό που απλώνεται απεριόριστα. Το στοιχείο της μαγείας, που χαρακτηρίζει τον πεζό λόγο του Βενέζη, τρέφεται, δυναμώνει κάτω απ’ τις μεγάλες μορφές της Ιταλίας και δίνει σελίδες, που μεταφέρουν σε μακρινές εποχές και σε εκπληκτικούς αγώνες του ανθρώπου.

 …….Δεν ξέρω με ποιαν ακριβώς προσδοκία επήγε ο Βενέζης στην Αμερική. Μπορεί να τον εκίνησε η περιέργεια για έναν κόσμο που έχει μέγεθος μεγάλο μα δεν έχει ακόμα σχήμα καθορισμένο, – έτσι τουλάχιστον μας πληροφορούν οι περισσότεροι επισκέπτες του, – μπορεί και να τον εκάλεσε κοντά του ο παλιός θρύλος αυτού του κόσμου (το απίθανο, το απίστευτο ταξίδι του Ωκεανού) ή και η σημερινή του δύναμη. Όταν όμως βρέθηκε στη μακρινή αυτή γη, στη γη του μύθου, κι όταν άρχισε να τη γνωρίζει, αισθάνθηκε ότι θα ζούσε εκεί μ’ έναν άλλο τρόπο, βέβαια, και με άλλη ένταση, το έπος που τον φλόγισε και του έδωσε το υλικό να γράψει το καλύτερο βιβλίο του. Ένας ολόκληρος λαός αφήνει, χάνει την πατρίδα του στην «Αιολική γη» και ένας άλλος λαός την κερδίζει, τη διαμορφώνει, την κάνει έθνος ισχυρό, στην «Αμερικανική γη». Αντίθετες προσπάθειες, πορείες διαφορετικές, μα κ’ εδώ κ’ εκεί, και όταν χάνεται η πατρίδα και όταν κερδίζεται, το ομαδικό πάθος, οι μεγάλες γραμμές, οι καθολικές καταστάσεις που δίνουν και το άτομο και το σύνολο μαζί, οι εικόνες ζωής που κλείνουν τον χαλασμό και τη δημιουργία: τον άνθρωπο που ξεριζώνεται ή αγωνίζεται να ριζώσει κάπου, δηλαδή τον άνθρωπο στην πιο δραματική του ώρα.

 …..Κάθε κεφάλαιο της «Αμερικανικής γης» καλά οργανωμένο, με την αρχή, το κέντρο και το τέλος του, – ένα αφήγημα με αυτοτέλεια,- διαφορετικό από το επόμενο ή το προηγούμενο. … Όποιος ξέρει να διαβάζει, εύκολα καταλαβαίνει πόσο έψαξε, πόσες πηγές χρησιμοποίησε, ως πού έσπρωξε την περιέργειά του, πόσο κοντά θέλησε να πάει στα πράγματα, για να πει έπειτα τον λόγο του και ν΄αποτολμήσει μιαν εξήγηση της αμερικανικής ζωής.

 …….Γράφει, λ.χ. στη σελίδα 110: «Εκτός από το Σικάγο, απ’ τις ακτές του Ατλαντικού ίσαμε τις ακτές του Ειρηνικού οι ουρανοξύστες που περίμενε ( ο Ευρωπαίος ταξιδιώτης) να δει, οι γιγάντιες πολυκατοικίες, οι στριμωγμένοι άνθρωποι – όλα γίνονται σύννεφο, καπνός. Σε μια έκταση τρεις χιλιάδες μίλια ίσαμε το Σαν Φραντσίσκο, σ’ όλη τη χώρα που θα περάσει, σ’ όλες τις πολιτείες που θα σταματήσει, δε θα δει ουρανοξύστες , δε θα δει ανθρώπους λαχανιασμένους, δε θα δει πρόσωπα έρημα και παγερά. Τι έγινε, λοιπόν, αυτό το τόσο χαρακτηριστικό πρόσωπο της Αμερικής που περίμενε να βρει παντού ο Ευρωπαίος; Ω, τίποτα, το πρόσωπο αυτό δεν υπήρξε ποτέ. Ήταν μια προθήκη στη Νέα Υόρκη και τον ξεγέλασε. Το αληθινό πρόσωπο της Αμερικής είναι γη ατέλειωτη, χωράφια και δάση, γη πράσινη δουλεμένη, ευλογία Θεού. Και άνθρωποι απλοί, τίμιοι, με καθαρό πρόσωπο, σκυμένοι στη γη, ευλογημένοι απ’ τη γη, δουλεύοντας τη γη σκληρά, έτοιμοι να δώσουν περίσσεμα καρδιάς. Έξω απ’ τα λίγα εκατομμύρια τους Αμερικανούς που ζούνε στις μεγάλες πολυκατοικίες των λίγων μεγάλων πόλεων, όλοι οι άλλοι Αμερικανοί ζούνε σε τέτοια ξύλινα σπίτια, μονόπατα, δίπατα το πολύ. Όλα είναι μπογιατισμένα με χρώματα χαρωπά. Τα πιο πολλά έχουν δέντρα ψηλά. Υπάρχει έτσι ένας τόνος πολύ ειδυλλιακός, διάχυτος σ’ όλη την έκταση της αμερικανικής γης, στον δεσμό της με τον άνθρωπο. Είναι μάλιστα τόσο πολύς αυτός ο τόνος, η ενότητα του ύφους, που αρχίζει να κουράζει τον Ευρωπαίο».

   Οι «Περιηγήσεις» ανήκουν στη σειρά των βιβλίων που τύπωσε ο Βενέζης στα δύο τελευταία μαρτυρικά χρόνια της ζωής του. Είναι τα βιβλία αυτά συγκέντρωση κειμένων που δημοσίευσε σε διάφορες εποχές, σ’ εφημερίδες και περιοδικά, κ’ έχουν ποικίλα θέματα. Έχουν αυτά τα βιβλία και ημερομηνίες τις πιο δύσκολες ώρες του, τις ώρες της προετοιμασίας του τέλους. Όλ’ αυτά τα λέει η αφιέρωση που έχει γράψει στο αντίτυπο των «Περιηγήσεων» που μου έστειλε: «Στη Φωτούλα και στον Γιάννη (δηλαδή στην Φωτούλα Χάρη και στον Γιάννη (Πέτρο Χάρη), ενθύμηση του καιρού που συνταξιδεύαμε ξέγνιαστοι, – κι εγώ δεν είχα την ελάχιστη υποψία για τι με περίμενε στο τέλος του ταξιδιού.

Η λ ί α ς. 7 Μαϊου 1973».

   Οι «Περιηγήσεις» και τα άλλα τρία βιβλία αυτής της σειράς («Εφταλού», 1972/ «Στις ελληνικές θάλασσες», 1973/ «Μικρασία, χαίρε», 1974) δεν προσθέτουν τίποτα το ουσιαστικό στο έργο του Βενέζη, μα και δεν του αφαιρούν. Η γλωσσική τους μορφή μάς πληροφορεί ότι για να φτάσουν από την εφημερίδα ή το περιοδικό στο βιβλίο δεν πέρασαν από αρκετή επεξεργασία. Ο Βενέζης, όταν έγραφε σ’ εφημερίδα, δεν πρόσεχε πολύ τη δημοτική του, έκανε λίγες παραχωρήσεις στην καθαρεύουσα, δεν κράταγε την ομοιομορφία που έχουν τα άλλα κείμενά του με βάση τη Γραμματική του Τριανταφυλλίδη. Ωστόσο, τα τέσσερα αυτά βιβλία κάνουν τέσσερις ενότητες. Στην «Εφταλού» (1972) – οι σελίδες που την αποτελούν δημοσιεύτηκαν πρώτα στο «Βήμα» του 1969, – έχουμε το μεγάλο του έρωτα για τη γη της Λέσβου, που του έγινε δεύτερη ρίζα ζωής και που είναι «μια αγκάλη και ένας απόμερος κάβος», όπου «άραξε ο Θεός για να ξεφύγη από έναν κόσμο που δαιμονίζεται». Στις «Περιηγήσεις» (1973) δίνει εντυπώσεις από τη Ρωσία, από τις Δαλματικές ακτές, από την Ελβετία κι από την Αγγλία, μαζί με πληροφορίες για πρόσωπα και για σημαντικά γεγονότα της πνευματικής και της κοινωνικής ζωής. Στις «Ελληνικές θάλασσες» (1973) έχει δέσει σ’ ένα σύνολο ιστορίες του Ιονίου και του Αιγαίου, ανόμοιες, ποικίλες, που αρχίζουν από την Κεφαλονιά του 1800 και τον Άγγλο ευπατρίδη Νάπιερ, στρατιωτικό βοηθό του Αρμοστή των Ιονίων Νήσων, και τελειώνουν με το Ημερολόγιο του ναυάρχου του ’21 Αλέξανδρου Κριεζή, το «Γκιορνάλε δια την ανεξαρτησίαν του Έθνους». Και το «Μικρασία, χαίρε» είναι ακόμη μια μαρτυρία του Βενέζη για τη Μικρασιατική καταστροφή, με τα κείμενα που παρουσίασε στο «Βήμα» του 1972, για να έχει μια συμμετοχή στις εκδηλώσεις που έγιναν για την πεντηκοστή επέτειο της μεγάλης συμφοράς.

   Το «Μικρασία, χαίρε» είναι το τελευταίο βιβλίο του Βενέζη. Εκυκλοφόρησε το 1974, όταν αναπαυόταν πια στο Μόλυβο. Μα και στο πρώτο βιβλίο του, στον «Μανώλη Λέκα» του 1928, πάλι η Μικρασία είναι το κύριο πρόσωπο, – ο χώρος και η άνθρωποί του, Έλληνες και Τούρκοι, οι ομορφιές και οι θρύλοι του, η πρώτη πατρίδα. Ο Βενέζης ταξίδεψε όσο λίγοι λογοτέχνες μας κ’ εγνώρισε κόσμους και λαούς, μεγάλα και μικρά μεγέθη ζωής. Μα γύρισε εκεί που ήταν το ξεκίνημά του. Έτσι έκλεισε ο κύκλος του, έτσι τελείωσε η ζωή του: με την εντολή της Μοίρας που τον θέλησε πάντα κοντά στην Ιωνία.

 

Πέτρος Χάρης (της Ακαδημίας Αθηνών)

Αποσπάσματα από το δοκιμιακό βιβλίο

«ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΙ»(σελ.143-201)

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ-ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ-ΚΛΕΩΝ Β.ΠΑΡΑΣΧΟΣ

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ-ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΙΝΗΣ

Τόμος Πέμπτος

Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»

Ιωάννου Δ.Κολλάρου και ΣΙΑΣ Α.Ε.

Αθήνα, 1976

  

*Ο Πέτρος Χάρης (1902-1998) ήταν Έλληνας συγγραφέας και ακαδημαϊκός.

 

 

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου(Προσωπικό αρχείο βιβλιοθήκης)

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Αφιερώματα – Φεβρουάριος 2021