“ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΗΣ” του Ιωάννη Δεβούρου

Αναφορά στο έργο του γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά

Για να ξεφύγουμε λίγο από τη θλιβερή επικαιρότητα, τα οικονομικά και τους πολιτικούς, προτείνω σαν θέμα ένα είδος τέχνης που εκτίθεται σε ένα πρωτότυπο και σχετικά θλιβερό  περιβάλλον, η αξία της όμως είναι μοναδική και διαχρονική.

Πέρα από την κλασσική χρήση ενός νεκροταφείου,  πόσοι από εμάς το έχουμε επισκεφθεί, σαν χώρο τέχνης ή μουσείο σύγχρονων καλλιτεχνικών δημιουργημάτων, αντίληψη που δεν είναι διαδομένη στη χώρα μας.

Στο Α΄Νεκροταφείο Αθηνών θα γνωρίσετε από κοντά ορισμένα από τα ομορφότερα έργα γλυπτικής, της σύγχρονης Ελλάδας. Τα περισσότερα έργα είναι Τηνιακών μαρμαρογλυπτών με πιο συνηθισμένο τύπο μνημείων, τις επιτύμβιες στήλες.

Ανάμεσά τους βρίσκεται και η περίφημη «Κοιμωμένη» του γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά, ένα ιδιαίτερο ταφικό μνημείο που αποτελεί την τελευταία κατοικία τής 18χρονης  Σούλας Αφεντάκη. Πέθανε το 1873 από φυματίωση. Κόρη επιφανούς οικογενείας της Κιμώλου, της οποίας το νεκρό της σώμα ενταφιάστηκε κάτω από ένα εξαίσιο όσο και παράξενο γλυπτό.

Όταν ο Γ.Χαλεπάς φιλοτεχνούσε το άγαλμα εθεωρείτο από πολλούς διαταραγμένη ψυχικά προσωπικότητα. Η ομορφιά και η γαλήνη τού προσώπου της, με τα λυτά μαλλιά της στο προσκέφαλο, το μισο-καθισμένο κορμί της και τα ανήσυχα ελαφρώς διπλωμένα πόδια της, θαυμάζονται από τους επισκέπτες του κοιμητηρίου.

Οι πτυχώσεις του σεντονιού ολοκληρώνουν τη φυσική πλαστικότητα,  που θέλησε να δώσει ο καλλιτέχνης στο έργο του.

Με αφορμή αρχιερατικό μνημόσυνο για τα 100 χρόνια από τον θάνατο τής Σοφίας Αφεντάκη, τον Δεκέμβρη του 1973, ο Π.Παλαιολόγος είχε γράψει στην εφημερίδα «Βήμα» : «Αγέραστη μένει η κοιμωμένη , δεν αφυπνίζεται, αλλά και δε γερνά! Λυτρωτικό μάρμαρο, προστατεύει τον ύπνο και τη νεότητα της κόρης. Κόρη στα 118 της!».

Καλά το είπε ο ποιητής: «Όποιον αγαπάει ο Θεός πεθαίνει νέος. Τα νιάτα της μαρμάρωσε ο καλλιτέχνης και, νεκρός αυτός, παρατείνει την ξένη νεότητα όσο παρατείνεται η ζωή του μαρμάρου».

Ο Γ. Χαλεπάς θεωρώ ότι  ήταν ιδιόρρυθμος χαρακτήρας και προχωρημένο πνεύμα για την εποχή και το περιβάλλον που ζούσε. Ήταν γόνος οικογενείας φημισμένων Τηνίων μαρμαρογλυπτών. Ο πατέρας του Ιωάννης και ο θείος του είχαν μεγάλη οικογενειακή επιχείρηση μαρμαρογλυπτικής, με παραρτήματα στο Βουκουρέστι, τη Σμύρνη και τον Πειραιά. Ο Γιαννούλης είχε έφεση στη μαρμαρογλυπτική. Από το 1869 έως το 1872 μαθήτευσε στο Σχολείον των Τεχνών (το μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) . Τελείωσε επίσης, με υποτροφία του Πανελλήνιου Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, την ακαδημία καλών τεχνών του Μονάχου.

Τον χειμώνα του 1877 προς 1878 ο Χαλεπάς έπαθε νευρικό κλονισμό, χωρίς κανέναν προφανή λόγο, άρχισε να καταστρέφει τα έργα του, ενώ επιχείρησε κατ’ επανάληψη ν’ αυτοκτονήσει. Σήμερα γνωρίζουμε ότι τα αίτια της ψυχασθένειάς του ήταν η τελειομανία, η υπερκόπωση από την αδιάκοπη εργασία και ένας ατυχής έρωτας για μια νεαρά συμπατριώτισσά του που τη ζήτησε σε γάμο και οι γονείς της αρνήθηκαν. Η αυταρχική μητέρα του, θεώρησε ότι αυτό που τον “τρελαίνει” είναι η γλυπτική, ενώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Μόνο η γλυπτική θα τον γλιτώσει και να του προσφέρει διέξοδο. Του απαγόρευσε αυστηρά να ασκεί την τέχνη του. Τον πήγανε στο εξωτερικό αλλά βελτίωση δεν είδαν.   Δέκα χρόνια βολόδερνε στην Τήνο, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει και αργότερα τον έκλεισαν για 16 χρόνια στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Εκεί, χωρίς φάρμακα και μέσα στη βρώμα, δεμένος με αλυσίδες, και πρόβλημα να μην είχε θα αποκτούσε! Όταν πέθανε ο πατέρας του, η μάνα του τον ξαναπήρε στην Τήνο, ήταν πια 51 ετών.

Η γριά μάνα συνέχισε να του απαγορεύει κάθε επαφή με το μάρμαρο και τη γλυπτική. Είχε πετάξει το έργο του στο υπόγειο που το κρατεί κλειδωμένο. Μερικές φορές τον έπιανε να φτιάχνει μερικά προπλάσματα κρυφά και του τα έσπαγε!

Ο Μπάρμπα Γιάννης, έτσι τον φώναζαν, είχε γίνει ο τρελός του χωριού!! Έγινε νεροκουβαλητής, οι χωριανοί του τού έδιναν τις κατσίκες τους να τις βοσκήσει, τα παιδιά τον κορόιδευαν και αυτός περιφερόταν κουρελής, μαζεύοντας από κάτω γόπες, για να τις καπνίσει!.

Τα βράδια γύριζε στο σπίτι, καθόταν αμίλητος σε μια γωνιά, για να μην τον μαλώσει η γριά μάνα του.

Η Αθήνα τον είχε ξεχάσει, το καλλιτεχνικό του έργο τελείωσε πρόωρα.

Και γίνεται το θαύμα!

Το 1916 η μάνα του πεθαίνει. Τότε ο 65χρονος Γιαννούλης κάνει το απίστευτο και δεν ακουλουθεί την κηδεία τής μάνας του, αλλά ανοίγει το υπόγειο και αρχίζει να δουλεύει. Τα μέσα που διέθετε ήταν παντελώς πρωτόγονα και το επαρχιακό περιβάλλον εχθρικό προς κάθε αλαφροΐσκιωτο, αλλά εκείνος με το πείσμα άρχισε να δημιουργεί. Οι χωριανοί το θεώρησαν ως την αναμενόμενη αντίδραση ενός τρελού, δεν ήταν όμως έτσι.

Η καταπιεσμένη τέχνη του εκρύγνυται!

Μέσα σε λίγους μήνες είχε επανέλθει πλήρως!. Η σμίλη του αρχίζει να βγάζει και παλι αριστουργήματα και μάλιστα με μια εντελώς νέα τεχνοτροπία.

Το φαινόμενο μοναδικό, 40 χρόνια δε δούλεψε την τέχνη του, δεν ενημερώθηκε για τις εξελίξεις και ξαφνικά αναδύθηκε ένας Καινούργιος Καλλιτέχνης, λες και φοιτούσε σε ένα δίκοπο εσωτερικό σχολείο!

Από τα 65 του χρόνια έως τα 84 που πέθανε (Αθήνα, 15 Σεπτεμβρίου 1938),  έφτιαξε μιαν ολόκληρη σειρά από αριστουργήματα.

Αυτά είναι η ιστορία του Μπάρμπα Γιάννη, του Γιαννούλη Χαλεπά, του πλέον διακεκριμένου γλύπτη της νεότερης Ελλάδας, με ζωή σα μυθιστόρημα ανάμεσα στην τρέλα, την εξαθλίωση και τον θρίαμβο.

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς, ήταν και παραμένει μια κορυφαία μορφή στην νεότερη Ελληνική Τέχνη.

 

Ιωάννης Δεβούρος  – Υποστράτηγος ε.α.

Διευθύνων Σύμβουλος Ένωσης Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού

 

Από τη στήλη “Το Χρονογράφημά μας” της Εφημερίδας “Εθνική Ηχώ” της Ε.Α.Α.Σ

Τεύχος Σεπτεμβρίου 2019

 

 

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο για το «Επί-Λόγου» : Τζούλια Πουλημενάκου

Πηγή φωτογραφίας: news247.gr