“ΝΥΝ ΚΑΙ ΑΕΙ” του Νίκου Ταβουλάρη

Κεφάλαιο 5 

Τα πετρολούλουδα της ακτής

Ήταν τώρα πολλή ώρα που είχα την εντύπωση πως βάδιζα μόνος! Θαρρείς και είχα αίφνης εγκλωβιστεί μέσα σε μια τεράστια διάφανη φυσαλίδα, αποκομμένος από το φυσικό περιβάλλον.

Ένας γιγάντιος, πορφυρός ήλιος γέμιζε με τον τρομακτικό όγκο του τον μισό σχεδόν θόλο του ιδιόμορφου ορίζοντα της φυσαλίδας. Γύρισα ν’ αναζητήσω τους συντρόφους μου. Κανείς! Ούτε ένας δε με ακολουθούσε! Μόνος ανάμεσα στο ασαφές του μακρινού κόκκινου ορίζοντα και την απέραντη γκριζόμαυρη αμμουδιά πίσω μου. Από πού ερχόμουν και πού πήγαινα; Μόνο τα ίχνη από τα πέλματά μου πάνω στην υγρή σάρκα της άμμου, έδειχναν την προέλευσή μου. Έμεινα να τα κοιτάζω σαν υπνωτισμένος. Δυσοίωνα, απόκοσμα σημάδια από το πουθενά στο τίποτα, μου φάνηκαν! Ο τρόμος με κυρίεψε μονομιάς! Απλώθηκε ύπουλα μέσα μου σα φλόγα κεντρισμένη από έναν άνεμο φονιά!

Η κραυγή ή μάλλον η ικεσία που εξερράγη από το στήθος μου ή πιθανόν από τα έγκατα της ψυχής μου, δεν ακούστηκε!  Θαρρείς και βάδιζα σ’ έναν άηχο, ανύπαρκτο, αδιάστατο κόσμο! Τον κόσμο του απέραντου κενού, του απόλυτου τρόμου!

Τα πετρολούλουδα τα βρήκα μπροστά μου ακριβώς και ήταν τόσο ίδια μ’ εκείνα των ανθισμένων λιβαδιών της πατρίδας μου, που για μια στιγμή νόμισα ότι με πλημμύρισε το άρωμά τους. Όμως, καθώς έκανα να τ’ αγγίξω, τα δάχτυλά μου έμειναν να κρατάνε μια κρύα, άψυχη πέτρα!  Θεέ μου, πώς έγιναν έτσι τα λουλούδια, πώς έγινε έτσι ο κόσμος, ένας παγωμένος, άγνωστος, απειλητικός πέτρινος κόσμος γύρω μας και μέσα στις τρομαγμένες ψυχές μας!

Πήρα το δρόμο ακροπατώντας στις αιχμές των βράχων, προσπαθώντας ν’ αναπνεύσω το άρωμα της χαμένης πατρίδας μου στον πνιγηρό αέρα, μα μόνο ψεύτικα πετρολούλουδα συνάντησα στην πορεία μου…

 Τ΄

Δυο χελιδόνια ξεχασμένα

τινάχτηκαν, σαγίτες του απείρου,

μες απ’ τα γνέφια των καπνών.

Δυο σπαθόφτερα, μαύρα σημάδια τ’ ουρανού,

γοργοφτερούγισαν πάνω απ’ τις φλόγες

και τα χαλάσματα.

Μέτρησαν με τη ματιά τους την άβυσσο!

Μέτρησαν με το βήμα της φτερούγας τους

τα όνειρα και τα βρήκαν λειψά…

Και ύστερα διάβηκαν κατά τον νότο,

για εκεί που ακόμη το φως ήταν ζωντανό!

Νεκρά τα σπίτια στης γης την αγκαλιά!

Νεκρά τα χέρια του μικρού παιδιού

κάτω από το φρεσκοσκαμμένο χώμα!

Νεκρά τα όνειρα στον ουρανό των ελπίδων!

Ταξίδεψαν τα γοργόφτερα

της Άνοιξης πουλιά

και μέτρησαν ανάμεσα στον θάνατο

και την ελπίδα

το φως που σβήνει,

το φως που έρχεται απαστράπτον…

 

Υ΄

Ξεχασμένο χαμόγελο ακραγγίζει

τις θλιμμένες κορυφές των κυπαρρισιών,

έτσι καθώς σιγομιλάνε με τις σκιές του δειλινού.

Θάνατος στου ανέμου το μοιρολόι!

Θάνατος στης κουκουβάγιας

τον αβάσταχτο θρήνο!

Θάνατος ανάμεσα στους λειμώνες

των ματωμένων ψυχών μας!

Θάνατος, θάνατος παντού!

Πού να κουρνιάσουν τα χελιδόνια

σε μια νεκρή πατρίδα;

Πού να βλαστήσουν οι ελπίδες μας

εξόριστες από την Εδέμ του στήθους,

στο τελευταίο, απελπισμένο βλέμμα

τ’ ουρανού!

Αγέρας η ματιά μας,

το απέραντο εκμηδενίζει!

Λόγχη αστραποβόλα η σκέψη μας,

το Μηδέν μετουσιώνει σε Παν!

Γίναμε ένα με τον Θάνατο

και πια δεν τον φοβόμαστε,

γίναμε ένα με το σκοτάδι

και είμαστε το φωτεινό μετέωρο

που το καταλύει!

Γίναμε ένα με την ελπίδα

και φτιάχνουμε έναν καινούριο κόσμο!

Νίκος Ταβουλάρης

Ποιητής-Πεζογράφος-Δοκιμιογράφος

τ. Πρόεδρος της «Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών»

 

 

Ποιητική ενότητα και αφηγηματικός λόγος «Νυν και Αεί» (Απόσπασμα)

Κεφ. 5 «Τα πετρολούλουδα της ακτής  –  Τ΄ «Δυο χελιδόνια ξεχασμένα»  –  Υ΄ «Ξεχασμένο χαμόγελο ακραγγίζει»  –  Εκδόσεις «ΟΣΤΡΙΑ»  –  Απρίλιος 2014

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο: Tζούλια Δ. Πουλημενάκου

(Προσωπικό αρχείο βιβλιοθήκης)