“ΑΟΡΑΤΗ ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΜΑΧΗ” του Νίκου Ταβουλάρη

ΔΙΗΓΗΜΑ

Ο ήλιος πήρε να γέρνει κατά τη δύση, πάνω από το αχνό περίγραμμα του βουνού. Τούτο το φθινοπωρινό δειλινό δεν έχει τίποτα από τη λάμψη και το μυστήριο εκείνων των καλοκαιρινών οργίων του φωτός. Τα γκρίζα σύννεφα που περικυκλώνουν τις βουνοκορφές και κρυφοκοιτάζουν τα πεδινά, έχουν στήσει ένα μυστηριώδες, παράξενο δίχτυ στις ύστερες ηλιαχτίδες και τις εγκλωβίζουν, ανάμεσα σε κρυφές, ύπουλες παγίδες. Μια διάχυτη αναλαμπή κρύα και μίζερη, κάτι μεταξύ λάμψης και σκοταδιού πλάκωσε την πλάση και τις ψυχές των ανθρώπων.

«Η νύχτα κατεβαίνει με μαύρο φερετζέ». Πώς μου ήλθε στο νου ξαφνικά το γνωστό τραγουδάκι; Είναι που από την άκρη της βεράντας μου, βλέπω ή μάλλον αισθάνομαι το σκοτάδι να κατηφορίζει και να βυθίζονται τα πάντα γύρω μου αργά, μαυλιστικά σ’ ένα θολό περίγραμμα ή είναι που το άκουγα χθες στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου! Μάλλον η αιτία οφείλεται στο δεύτερο αλλά σίγουρα η αφορμή στο πρώτο! Δίπλα μου ο καφές τελειωμένος απ’ ώρα εξακολουθεί να επιτελεί το καθήκον του και να μου κρατάει συντροφιά, αντικαθιστώντας την παντελή έλλειψη άλλης ανθρώπινης παρουσίας. Κάτι μέσα μου γέλασε περιπαιχτικά. « Η μοναξιά τυλίγει το μαύρο φερετζέ», απήγγειλε μια μικρή, σκανταλιάρα φωνούλα, κάπου στο βάθος του είναι μου, παραφράζοντας οδυνηρά τους στίχους του λαϊκού άσματος. Καθώς το σκοτάδι δένει κόμπους-κόμπους τα δέντρα, τις κολώνες της πέργκολας και τα παράθυρα της ψυχής μου, βιάζομαι ν’ ανοίξω τα φώτα…Το χλωμό φως του λαμπτήρα μάταια προσπαθεί να διαπεράσει το πούσι της νύχτας και των νεφών. Δεν κατορθώνει να φωτίσει πάρα πάνω από μερικά μέτρα, προσθέτοντας στο γκρίζο, σα μαύρο γκέρσο σε πίνακα ζωγραφικής μια πιο απόκοσμη υπόσταση,  παρά προσθέτοντας έστω και μια μικρή ελπίδα φωτεινότητας γύρω και μέσα μου.

Το φαιοπράσινο εξώφυλλο της «Ιλιάδας» δίπλα μου, αφημένης απ’ ώρα, λαμπυρίζει παράξενα μέσα στον ιδιότυπο εικαστικό περίγυρο. Νιώθω να περιέρχομαι σιγά-σιγά από την αιχμαλωσία της φύσης και του ψυχεδελικού τοπίου, σ’ εκείνη του πνεύματος. Απέναντί μου ο γέρικος, επιβλητικός, πέτρινος πύργος πάνω στο γρανιτένιο θρόνο του στην κορυφή του λόφου μοιάζει να μην έχει πια βάση και να αιωρείται μυστηριακά μεταξύ της γης και τ’ ουρανού, θαρρείς και πειραματίζεται κάποιος άλλος μάγος Μέρλιν…Παρορμητικά, ασυναίσθητα σηκώνομαι και σβήνω το φως. Μένω έτσι στο απόλυτο σκοτάδι. Οι αισθήσεις μου εντείνονται προσπαθώντας να συλλάβουν το απροσδιόριστο, που διαισθάνομαι ότι γεννιέται στο άγνωστο. Σιωπή! Ξαφνικά κάθε ήχος χάθηκε και τα πάντα κάλυψε απόλυτη,  αποπνιχτική σιωπή! Προσπαθώ ν’ αφουγκραστώ κάτι, όμως τίποτα δεν έρχεται να σπάσει το γυάλινο περίγυρο της ερημιάς γύρω μου… Περνάνε έτσι κάμποσα λεπτά ή μήπως δευτερόλεπτα,  μπορεί και ώρα. Δεν είμαι σε θέση να συνειδητοποιήσω το άγνωστο που μεταβάλλεται μυστηριωδώς. Σα ν’ ακούω εκκωφαντικά τις σταλαγματιές του χρόνου να στάζουν μία-μία πάνω στην κρούστα της ψυχής μου και τίποτ’ άλλο!  Κάποια στιγμή καταφέρνω να συνειδητοποιήσω το θρόισμα των φύλλων στο φύσημα του ανέμου. Μάλλον βγήκα από τη διάσταση της ψυχοσωματικής εντροπίας μου και ξαναγύρισα στα γήινα! Η ατμόσφαιρα κρύωσε γύρω μου ξαφνικά. Η νυχτερινή υγρασία μού θυμίζει ότι δεν είμαι κατάλληλα ντυμένος.

Αίφνης σα να ενέσκηψαν δια μιας ανήλεες άρπυες στο μυαλό μου οι σκέψεις και οι αντιπαραθέσεις της ημέρας. Η ψυχική φόρτιση από την πάλη ανάμεσα στο υλικό όφελος, τις πιέσεις των άλλων και την εσώτερη διανοητική μου υπόσταση επανήλθαν πιο έντονες μαζί με το ράγισμα της πρόσκαιρης προστασίας, που μου έδωσε η γυάλινη κρούστα της φυσικής αρμονίας. Τα ερωτήματα, οι αμφιβολίες και οι αντιθέσεις όρμησαν ξαφνικά, βρίσκοντας αφύλακτη διάβαση στο αμυντικό τείχος της ψυχής μου. Εκείνο το σπίτι και η οικονομική οφειλή του σημερινού ιδιοκτήτη του απέναντί μου, που χρονίζει, τελικά είχε γίνει πραγματικός βραχνάς και τιμωρία στην ουσία περισσότερο για εμένα παρά για εκείνον… Εγώ ήμουν αυτός που έπρεπε ν’ αποφασίσω. Εγώ ήμουν αυτός που θ’ άφηνε ή όχι τα τέσσερα παιδιά του Βαγγέλη, τη μικρή Χριστίνα, τον Κώστα, την Μαίρη και τον Χρήστο, χωρίς στέγη ή θα συνέχιζα να τους αφήνω να το χρησιμοποιούν εις βάρος της οικονομικής μου κατάστασης επί αόριστο χρονικό διάστημα! Οι πιέσεις των οικείων και των φίλων και οι ενοχές που με διάφορους τρόπους μου δημιουργούσαν, επιστρατεύοντας τον πιθανό κίνδυνο ακόμη και με το μέλλον των δικών μου παιδιών, αντιπαλεύουν εδώ και πολλές ώρες με τις αρχές μου… Νιώθω να έχω κυριολεκτικά εξαντληθεί, λες και κι έχω μόλις τελειώσει κάποιας μορφής πάλης ζωής ή θανάτου!  Η προστασία που ένιωσα μέσα σε τούτη την ψυχεδελική αποσπερνή ατμόσφαιρα του τοπίου μοιάζει να χάθηκε οριστικά! Το εσωτερικό του σπιτιού μού δίνει αίφνης μια προοπτική ασφάλειας και απομόνωσης από της ερινύες μου.

Η τηλεόραση σπάζει επώδυνα τη σιωπή του δωματίου, μεγενθύνοντας την αίσθηση της απομόνωσης και της τέλειας ερημίας! Τα ηλεκτρονικά ανθρωπάκια κλεισμένα στο κουτί τους, μάταια πασχίζουν να μου απευθύνουν τα μηνύματά τους. Για μένα είναι λες και δεν υπάρχουν! Προσπαθώ ν’ αφουγκραστώ κάτι από τον περίγυρο, για να συνδεθώ με την πραγματική διάσταση του χώρου και του χρόνου. Στ’ αυτιά μου οι μακρινές, υπόκωφες σβιλαδιές του ανέμου στο δάσος κι εκείνες οι πιο κοντινές πάνω στα κεραμίδια τής στέγης είναι οι μοναδικοί κρίκοι που συνδέουν το υπερβατό με το γήινο μέσα μου! Για μια στιγμή η σκέψη μου σταματάει τον ακροβατικό, απροσδιόριστο χορό της κι έκπληκτος συνειδητοποιώ ότι δε σκέφτηκα το υπερβατό και το πραγματικό αλλά το γήινο θαρρείς και αυτές οι δυο έννοιες δεν ταυτίζονται ή μήπως πράγματι διαφέρουν!… Μια ξαφνική ανεμοκραυγή στα πατζούρια σπάζει την διάφανη αλληλουχία των σκέψεών μου.

Βρίσκω καταφύγιο πάλι στο βιβλίο μου. Το παίρνω στα χέρια μου αλλά δεν το ανοίγω. Τη ματιά μου αιχμαλωτίζει το φαιοπράσινο εξώφυλλο, θαρρείς και το χρώμα εκπέμπει μια μυστηριακή ελκτική ακτίνα και με τραβάει μυστηριωδώς σε κόσμους, όπου η λογική του νου καταργείται εντελώς και η ασυνείδητη μνήμη συνδέεται μαγικά με την άκρατη φαντασία, σ’ ένα ανεξήγητο και τρομακτικά ηδονικό ταξίδι της ψυχής! Στο φανταστικό οπτικό μου πεδίο περνάει σαν τρέιλερ ειδήσεων ξανά και ξανά η ίδια μονότονη φράση, το ίδιο ακατάληπτο μήνυμα, επαναλαμβάνοντας μυστηριακά με κάθε νέα διέλευση αλλάζει νόημα μέσα μου και με οδηγεί όλο και πιο βαθιά όλο και πιο μακριά, όλο και πιο διάχυτο στο σύμπαν! Μπολιάζομαι ψυχή τε και σώματι σε μια υπερβατική θαλασσοπορία σαν άλλος μυθικός Οδυσσέας, που μάταια αποζητάει να δει καπνό ανοθρώσκοντα από την καμινάδα του αγαπημένου του σπιτιού. «Ομήρου Ιλιάς». Τούτος ο προπάτορας ποιητής, πρωταγωνιστής-αφηγητής, πασχίζει ν’ ανακαλύψει το νόημα της ζωής του και ταυτόχρονα να δικαιολογήσει όλα εκείνα που έκανε ή μάλλον που δεν έκανε. Υποψιάζομαι ότι πασχίζει εναγωνίως να δώσει άφεση αμαρτιών στον εαυτό του, μήπως και βιώσει την ψυχική και σωματική του κάθαρση, μέσα από τα πάθη και τα κλέη των ηρώων του! Πως ταιριάζει σε κάθ’ ένα από τα μυριάδες  μικρά, ανθρώπινα, άβουλα, ανεύθυνα  ομοιώματά του! Λένε ότι η επιτυχία ενός συγγράμματος δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί. Ίσως ο μόνος κανόνας που μπορεί να ισχύσει για κάποιο λογοτεχνικό αριστούργημα, είναι ο βαθμός στον οποίο αυτό ξεγυμνώνει την ψυχή τού συγγραφέα κι εκείνη του αναγνώστη και τις ενώνει σ’ ένα αδιαίρετο ζευγάρι αλληλοσυμπληρούμενων και αλληλοαναιρούμενων ταυτόχρονα συμπαντικών υπάρξεων.

Το βιβλίο παραμένει κλειστό στα χέρια μου, θαρρείς κι εκείνα έχουν μαγνητιστεί από άγνωστη, μυστική δύναμη και δεν έχουν τη δύναμη να γυρίσουν τις σελίδες. Μα τι ανάγκη έχω να το ανοίξω! Έχω την αίσθηση ότι με τούτη την καταλυτική έλξη από το εξώφυλλο και μόνο, έχω συνδεθεί με τα μύχια της ψυχής του Ποιητή! Ίσως η ομίχλη, ίσως η σιωπή, ίσως ο άνεμος, ίσως το μαγνάδι του συναισθηματικού εγκεφαλικού μου κέντρου…ποιος ξέρει… Οι δείκτες τού επιτραπέζιου ρολογιού απέναντί μου σημαδεύει έντεκα και μισή. Κοντεύουν μεσάνυχτα. Στο κουτί τους μέσα κλεισμένοι ακόμη οι σαλτιμπάγκοι της τηλεόρασης, μάταια προσπαθούν να προσελκύσουν την προσοχή μου. Μπροστά στα μάτια μου κινούνται σαν άψυχες, ανυπόστατες ηλεκτρονικές κούκλες, που κάποιος αόρατος αφέντης τους κινεί τα νήματα, σε μια κωμική και συνάμα εξοργιστική παντομίμα. Δεν μπορούν να μ’ αγγίξουν, τουλάχιστον απόψε ούτε κατ’ ελάχιστον! Μια εξαίσια αίσθηση αρμονίας απλώνεται μέσα μου για τούτη την κατά κράτος νίκη μου, απέναντι στην καθημερινή επίθεση που δέχομαι, που δεχόμαστε, από τούτη τη σύγχρονη μάστιγα… Κάποιες άλλες φορές όταν άρχιζαν το παραλήρημά τους σηκωνόμουν κι έκλεινα τη συσκευή, όμως απόψε νιώθω τόσο δυνατός και τόσο αποστασιοποιημένος απ’ όλ’ αυτά, που δε νοιώθω ούτε καν την ανάγκη ν’ αμυνθώ! Από τι άλλωστε ν’ αμυνθώ αφού δεν υπάρχουν καν’ σε τούτο το μυστηριακό, απόλυτα δικό μου ιδιότυπο χωρόχρονο!

Το σώμα κουράστηκε ν’ ακολουθεί τους ρυθμούς του πνεύματος και της ψυχής και αποζητάει λίγη αποστασιοποίηση από την περιπέτεια. Νύσταξα! Το κρεβάτι είναι μια παρήγορη διέξοδος από όλη ετούτη την υπερβολικά έντονη πνευματική διολίσθηση στο άπειρο…Πράγμα παράξενο για τα δικά μου δεδομένα, ο ύπνος ήλθε αμέσως να με συντροφέψει. Η τελευταία σκέψη μου πριν χάσω την επαφή με την αρχιτεκτονική του δωματίου ήταν, ότι κάτι μου διέφευγε ακόμη, κάποια ιδέα διάσπαρτη στον υπέργυρο, που δεν είχα ακόμη καταφέρει να την αιχμαλωτίσω στη λογική διάσταση τού είναι μου. Οι αισθήσεις μου χαλάρωσαν με τούτη τη σκέψη και με τις ξαφνικές σβιλάδες του ανέμου στη θάλασσα του δάσους. Σαν ιαχές αρχαίων στρατιωτικών φαλάγγων που ορμάνε στη μάχη με τα πρόσωπα αγριεμένα και τις ψυχές να τρέμουν στο πρελούντιο μεταξύ της ζωής και του θανάτου…μού φάνηκαν!

…Ετούτη η πεδιάδα που εκτεινόταν απέραντη μπροστά μου έως εκεί  που έφτανε το μάτι μου, φάνταζε ταυτόχρονα γνωστή και άγνωστη! Προσπάθησα εναγωνίως να εντοπίσω την πηγή της προέλευσης αυτής της αιχμηρής βοής, που πλημμύριζε εξουσιαστικά το χώρο και το Είναι μου, αλλά μάταια! Μια ερχόταν και μια απομακρυνόταν, θαρρείς και ήταν στρατιές αρχαίων οπλιτών, που ξεχύνονταν με ιαχές στη μάχη και μετά από τις κλαγγές, τις οιμωγές και τον θάνατο, αποσύρονταν για λίγο πίσω στις αρχικές τους θέσεις για ν’ ανακτήσουν δυνάμεις και κουράγιο! Ύστερα πάλι ξεχύνονταν με νέους αλαλαγμούς αλλόφρονες οπαδοί και συνάμα σφάγια προς θυσία στο βωμό του Άρη!

Ο επιβλητικός γέρος με τα μακριά, λευκά γένια και τ’ αραιά μαλλιά βγήκε ξαφνικά σαν μέσα από τις πτυχές τής ομίχλης, που κάλυπτε τα πάντα γύρω μου. Τον παρατηρούσα καθώς πλησίαζε με αργό, επιβλητικό βήμα. Εντύπωση μου έκανε η μακριά αρχαιοελληνική χλαμύδα που φορούσε. Προσπάθησα να θυμηθώ που τον ήξερα, αλλά το μυαλό μου δεν έλεγε να συμμαχήσει σε τούτη την προσπάθεια μου. Θαρρείς και είχα αίφνης περιέλθει σε μια ονειρική κατάσταση και σε μια απροσδιόριστη διάσταση μεταξύ πραγματικού και φανταστικού, όπου τα πάντα λειτουργούσαν σε πιο αργούς, σχεδόν τελετουργικούς ρυθμούς! Εν τω μεταξύ,  ο επισκέπτης μου έφτασε πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο ο ρυθμός του βαδίσματός του έδειχνε.

  • Σε χαιρετώ, είπε με μια βαθιά, επιβλητική φωνή.
  • Χαίρεται, απάντησα μάλλον αμήχανα.
  • Θ’ αναρωτιέστε βέβαια ποιος είμαι και τι θέλω από εσάς, ξαναμίλησε ο επισκέπτης μου.
  • Δε νομίζετε ότι είναι αναμενόμενο;
  • Κι όμως θα έπρεπε να με περιμένεις, συνέχισε εκείνος γυρίζοντας απολύτως φυσιολογικά, όπως μου φάνηκε, στον ενικό.
  • Να σας περιμένω, για ποιο λόγο; Εξέφρασα την απορία μου, χωρίς ωστόσο να τολμήσω να τον ακολουθήσω κι εγώ στον ενικό.
  • Μα όλη την ημέρα παλεύεις να πάρεις μιαν απάντηση, απ’ ότι ξέρω!
  • Κι εσείς που το γνωρίζετε; Απάντησα έκπληκτος.
  • Μα δε με αναγνώρισες ακόμη;
  • Για να είμαι ειλικρινής, δε νομίζω να έχουμε συστηθεί! Απάντησα με περισσότερη αυθάδεια απ’ όσο θα ήθελα.

Εκείνος δε μίλησε αμέσως. Για μια στιγμή η σιωπή έγινε ένα με τη βαριά ομίχλη γύρω μας. Από το βάθος της πεδιάδας οι ιαχές και οι κλαγγές των όπλων ήλθαν μαζί με το ουρλιαχτό του ανέμου. Ο επισκέπτης μου γύρισε και μου έκανε νεύμα δείχνοντάς μου προς το σημείο προέλευσής τους.

  • Ο Άρης και σήμερα θα έχει την τιμητική του! Έκανε μάλλον μελαγχολικά.

Δεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ στην περιέργειά μου και τον ρώτησα.

  • Τι εννοείτε;
  • Δεν έχεις καταλάβει τι γίνεται εκεί πέρα;
  • Για να είμαι ειλικρινής όχι, όσο κι αν προσπάθησα!
  • Μα είναι απλό. Σήμερα είναι η μέρα που ο Αχιλλέας θα εκδικηθεί τον θάνατο του φίλου του, του Πάτροκλου…
  • Ο Αχιλλέας, ο Πάτροκλος! Θέλετε να πείτε ότι εκεί κάτω μάχονται οι Αχαιοί και οι Τρώες μπροστά στα τείχη της Τροίας;
  • Ασφαλώς, γιατί σου φαίνεται περίεργο;

Δε βρήκα κάτι κατάλληλο να σχολιάσω. Τις αισθήσεις μου είχαν κυριαρχικά αιχμαλωτίσει οι ιαχές των αρχαίων πολεμιστών… Ο παράξενος επισκέπτης μου αποφάσισε να με βγάλει από αυτή την άβουλη κατάσταση.

  • Ξέρεις ασφαλώς με ποιον τρόπο θα εκδικηθεί ο Αχιλλέας!
  • Θα σκοτώσει σε μονομαχία τον Έκτορα, απάντησα μηχανικά.
  • Ναι έτσι έχουν αποφασίσει οι θεοί…
  • Μπορώ να σας ρωτήσω κάτι;
  • Γι’ αυτό είμαι εδώ…
  • Πάντοτε είχα την απορία γιατί ο Έκτορας, ενώ γνώριζε τη μοίρα του, πήγε σε κείνη τη μονομαχία;
  • Και τι μπορούσε να κάνει;
  • Μα να καθίσει πίσω από την ασφάλεια των τειχών!
  • Και να προστατέψει τι;
  • Φυσικά τη ζωή του! Απάντησα αγανακτισμένος με την αμυδρά ειρωνική χροιά της φωνής του συνομιλητή μου.
  • Θέλεις να πεις το σώμα του.
  • Γιατί , για τι άλλο θα μπορούσα να μιλήσω!

Χαμογέλασε ελαφρά με συγκατάβαση πριν μου απαντήσει, πάλι μ’ ερώτηση.

  • Έχεις διαβάσει την Ιλιάδα;
  • Ασφαλώς! Αρκετές φορές μάλιστα.
  • Και δεν κατάλαβες γιατί ο Έκτορας δεν έμεινε πίσω από τα τείχη;
  • Για να ‘μαι ειλικρινής δυσκολεύομαι…
  • Κι όμως σήμερα το βράδυ εσύ δεν κάθισες πίσω από τα δικά σου τείχη, που σου παρέχουν το συμφέρον και οι φίλοι. Αντίθετα βγήκες στην πεδιάδα και μονομαχείς με τα πρέπει και τα θέλω…
  • Δε σας καταλαβαίνω!…
  • Γιατί δε θέλεις να παραδεχτείς, ότι δεν υπάρχει κάποιο απόρθητο τείχος για τους επιδρομείς του Είναι μας.
  • Τώρα με μπερδέψατε ακόμη περισσότερο!…
  • Μα είναι πολύ απλό! Ο Έκτορας δε θα μείνει πίσω από τα τείχη γιατί ο εχθρός του δεν είναι ο Αχιλλέας αλλά το χρέος και η τιμή, το δικαίωμα να είναι επάξια ο αρχηγός των Τρώων και αυτό θα το διατηρήσει μόνον αν βγει στην πεδιάδα…
  • Τώρα καταλαβαίνω, ωστόσο εξακολουθώ ν’ απορώ γιατί δέχτηκε να θυσιαστεί! Δε θα ήταν πιο χρήσιμος στους συμπατριώτες του, αν εξακολουθούσε να είναι ζωντανός;
  • Πάλι μένεις στη σάρκα! Αλλά φίλε μου δεν είναι η σάρκα που έχουμε ανάγκη αλλά το πνεύμα…
  • Κατάλαβα! Αποκρίθηκα με έντονη χροιά τής περίσκεψης στη φωνή μου.

Εκείνη τη στιγμή μια ανεμοκραυγή σκέπασε τον ορυμαγδό της μάχης και οι οιμωγές των τραυματισμένων ενώθηκαν με τους οδυρμούς κάποιου πλήθους από μακριά. Ανατρίχιασα! Γύρισα προς το συνομιλητή μου. Τα μάτια μας συναντήθηκαν με νόημα για τη δραματικότητα της στιγμής.

  • Τώρα…πήγα να ρωτήσω, αλλά μ’ έκοψε απότομα φέρνοντας το δάκτυλο στο στόμα.

Δεν τόλμησα να ξεστομίσω άλλη λέξη. Μείναμε για μερικές ανάσες του χρόνου μετέωροι μεταξύ της πραγματικότητας και του ονείρου, μεταξύ της ζωής και του θανάτου. Ύστερα ένα πυκνό σύννεφο κατέβηκε και άρχισε να τυλίγει τον επισκέπτη μου. Τρόμαξα και προσπάθησα να μάθω πριν χαθεί εντελώς από μπροστά μου.

  • Ποιος είστε; Ρώτησα με αγωνία.
  • Δώσε μου όποιο όνομα θέλεις, απάντησε, μπορεί να είμαι ο Σωκράτης, ο μάντης Κάλχας ή και ο ίδιος ο Δίας! Τι σημασία έχει!
  • Μα φεύγεις χωρίς να πάρω σαφείς απαντήσεις…
  • Δεν υπάρχουν σαφείς απαντήσεις…αλλοίμονο αν υπήρχαν…ψάξε μέσα σου και αποφάσισε…μόνο εσύ γνωρίζεις την αλήθεια!
  • Κάτι που να με βοηθήσει, φώναξα σχεδόν εκλιπαρώντας τον.
  • Θυμήσου τον Καβάφη τι λέει στις «Θερμοπύλες», απάντησε κι έγινε ένα με την ομίχλη, ταξιδεύοντας κατά τον ουρανό.

Πυρετικά προσπάθησα να θυμηθώ τους στίχους του ποιητή « Τιμή σ’ εκείνους που στη ζωή τους έταξαν να φυλάτουν Θερμοπύλες και περισσότερη τιμή τούς πρέπει όταν γνωρίζουν που ο Εφιάλτης θα φανεί και οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούν». Μια αίσθηση γαλήνης και αρμονίας ένιωσα να με πλημμυρίζει αίφνης σα βάλσαμο σε ανοιχτή πληγή.

Μια έντονη ιαχή από κάπου μακριά κατέλαβε κυριαρχικά τον χώρο. Στράφηκα κατά την κατεύθυνση της πεδιάδας. Δεν υπήρχε τίποτα μόνο πυκνό, αδιαπέραστο προπέτασμα νεφών κάλυπτε τα πάντα μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Οι ιαχές εντάθηκαν κι εκκωφαντικά μπόλιασαν κάθε μου κύτταρο. Το πούσι ξαφνικά χάθηκε από εμπρός μου και το λυκαυγές φωσφορίζει μέσα από το τζάμι του δωματίου. Επάνω στα κεραμίδια οι στρατιές της βροχής επιτίθενται αλαλάζοντας ξανά και ξανά με αμείωτη ένταση. Ο άνεμος κοσμοσείστης γκρεμίζει την πλάση αντιπαλεύοντας με τις ορδές των δέντρων του δάσους. Άνοιξα τα μάτια μου. Το φωτιστικό δίπλα μου με βοηθάει να συνειδητοποιήσω τον χώρο και ν’ αποκτήσω πάλι πλήρη επαφή με την πραγματικότητα. Το ρολόι στον τοίχο απέναντι δείχνει πέντε και μισή. Δίπλα μου η Ιλιάδα δείχνει να φωσφορίζει εξώκοσμα. Τραβάω τα σκεπάσματα μέχρι επάνω αποφασισμένος να συνεχίσω τον ύπνο μου. Είμαι παράξενα ήρεμος και σίγουρος. Ως δια μαγείας απάντησα σε όλα τα ερωτήματά μου και τις αμφιβολίες. Δε μου πήγαιναν τα τείχη, θα έβγαινα να παλέψω στην ανοιχτή πεδιάδα… Ένα ήταν σίγουρο. Τα παιδιά του Βαγγέλη θα εξακολουθούσαν να μένουν στο σπίτι, όσο ήταν ακόμη αναγκαίο, ανεξάρτητα από τη δυνατότητα του πατέρα τους ν’ αντεπεξέλθει στις οικονομικές υποχρεώσεις του απέναντί μου.

Βυθίστηκα ακόμη περισσότερο στα σκεπάσματα και πράγμα παράξενο οι ιαχές των νερένιων στρατιωτών και οι κραυγές του ανέμου, μου φάνηκαν ότι με χαιρετούσαν και με αποθέωναν.

Nίκος Ταβουλάρης

Ποιητής-Πεζογράφος-Δοκιμιογράφος

τ. Πρόεδρος της «Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών»

Aνέκδοτη συλλογή διηγημάτων

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ: Ο Νίκος Ταβουλάρης είναι ποιητής-πεζογράφος-δοκιμιογράφος. Γεννήθηκε το 1956 και κατάγεται από την Καρυούπολη Γυθείου Λακωνίας. Είναι έγγαμος και πατέρας δύο παιδιών. Τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην ιδιαίτερη πατρίδα του και σπούδασε Δημοσιογραφία, Μarketing και Διοίκηση Επιχειρήσεων. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια σχετικά με τα ανωτέρω αντικείμενα, μεταξύ των  οποίων και την εφαρμογή του χαοτικού Μanagment. Διαθέτει πτυχία Δημοσιογραφίας, GRADUATE DIPLOMA IN MANAGEMENT STUDIES του Αγγλικού ΙSTITUTE OF COMMERCIAL MANAGEMENT (I.C.M.). Επίσης, από το Οlymbian university MBA στα αντικείμενα του MANAGEMENT BY CHAOS THE REAL TIME MENAGMENT SYSTEM και HOW TO THINK LIKE A MANAGER. Με τη λογοτεχνία και τη συγγραφή ασχολείται από τη εφηβική του ηλικία.Το πρώτο του μυθιστόρημα, το οποίο ξεκίνησε σε ηλικία 19 ετών, το εξέδωσε το 1997 από τις εκδόσεις «Όμβρος» με τίτλο «Η ανάσα της καταιγίδας-Ωδή στη ματωμένη Κύπρο».Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι αφιερωμένο «Στους αγνοούμενους της Κύπρου – Στη μνήμη των ηρωικών Τάσου Ισαάκ και Σολωμού Σολωμού».  Το 2007 εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Με τα φτερά του ανέμου», από τις εκδόσεις «Αμαρυλλίς» και το 2008 την ποιητική ενότητα «Πέτρινος Κόσμος» από τις εκδόσεις «Γ.Χ.Αλεξανδρή». Το 2009 εξέδωσε το βραβευμένο μυθιστόρημα «Ώρα μηδέν»,  από τις εκδόσεις «Δρόμων», το οποίο είναι ενδεικτικό της γραφής του συγγραφέα και έχει χαρακτηριστεί ως «φιλοσοφικό μυθιστόρημα». Το 2014 εξέδωσε την ποιητική ενότητα «Νυν και Αεί» από τις Εκδόσεις «Όστρια».

Εκτός από τα λογοτεχνικά του βιβλία ο συγγραφέας έχει συγγράψει ικανό αριθμό επιστημονικών-τεχνικών βιβλίων σχετικών με το Managment και το Marketing. Το 2009 εξέδωσε από τις Εκδόσεις «Δρόμων»  το πρωτοποριακό βιβλίο Συστημάτων Πωλήσεων «Αρμονική Πώληση».  Το ανέκδοτο έργο του Νίκου Ταβουλάρη είναι πληθωρικό και αποτελείται από 20 ποιητικές συλλογές, πέντε μυθιστορήματα, τρία δοκίμια, τρεις συλλογές διηγημάτων, παραμύθια και πραγματείες. Το έργο αυτό έχει δημιουργηθεί σε μια χρονική περίοδο 35 ετών. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στην Αγγλική και Γαλλική γλώσσα. Έχουν δημοσιευθεί πολλές εργασίες του σε περιοδικά και εφημερίδες. Έχει δώσει πολλές διαλέξεις σχετικές με λογοτεχνικά και φιλοσοφικά θέματα και επιπλέον εκτός από τη συγγραφή διδάσκει την τεχνική της λογοτεχνικής γραφής. Οργάνωσε και διηύθυνε την ελεύθερη ομάδα λόγου «Σπείρα», στο πλαίσιο της οποίας πραγματοποιήθηκαν  λογοτεχνικές και φιλοσοφικές συζητήσεις. Τιμήθηκε με βραβεία λογοτεχνικών διαγωνισμών σε όλα τα είδη του λόγου, με σηματικότερη τη διάκριση του Α΄Βραβείου ποίησης που απέσπασε το 1998 στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης των Δελφών της «Πανελλήνιας ΄Ενωσης Λογοτεχνών», με το ποίημα «Θα ‘θελα ν’ αγγίξω».

Ο Νίκος Ταβουλάρης διετέλεσε Έφορος της «Πανελλήνιας ΄Ενωσης Λογοτεχνών»  για τη διετία 2007-2009 και  Πρόεδρος για τη τριετία 2010-2013. Επανεξελέγη στη θέση του Προέδρου για τη διετία 2013-2015. Διετέλεσε Αντιπρόεδρος της «Πανελλήνιας ΄Ενωσης Λογοτεχνών»  για τη διετία 2016-2018.