“Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ” του Πότη Κατράκη
EΠΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
(Απόσπασμα στίχ.4263-4514)
Οι τρεις μήνες περάσανε και ο Απρίλης φτάνει
κι ο Πορθητής από μακρά την προσευχή του κάνει
να ‘ναι η έφοδος σκληρή στον ύπνο να τους πιάσει
σε δέκα μέρες το πολύ όλους να τους κρεμάσει.
Το ξέρει ότι πολεμά μ’ έναν Παλαιολόγο
και έχει στο κεφάλι του έναν ακόμη λόγο
να φύγει τούτο τ’ όνομα να μην τ’ ακούει άλλο
και του θυμίζει προφανώς εκείνον τον μεγάλο 4270
που έπεσε μαχόμενος κι είπανε θα γυρίσει
πάλι με χρόνια με καιρούς την Πόλη ν’ αναστήσει.
Τώρα πια η επίθεση θα είναι πιο μεγάλη
που μόνο και να τη θωρείς θε να σε πιάνει ζάλη.
Έχει στρατό ξεκούραστο και πιο πολλά κανόνια
μεσάνυχτα να κελαηδούν αντάμα με τ’ αηδόνια
και οι πολιορκούμενοι είναι εξαντλημένοι
ταλαίπωροι και νηστικοί πολλοί τραυματισμένοι
κι αφού με το χωριό αυτό θα έχει τελειώσει
της Αχαΐας τα βουνά που ‘χουνε δόξα τόση 4280
θ’ αφήσει και θα πορευτεί για Ταίναρο Μαλέα
να γράψει από την αρχή μια ιστορία νέα.
Συγκλίνουν τα στρατεύματα ‘πο Αίγιο και Πάτρα
στο Σαλμενίκο φτάνουνε τη νύχτα με τα άστρα
στήνουν τα πυροβόλα τους, σύρουνε τους κριούς τους
τις σκάλες και τα άγκιστρα, τους ξύλινους δοκούς τους
βροντάνε τα κανόνια τους και πέφτουν οι οβίδες
και των επιτιθέμενων αυξάνουν οι ελπίδες
πως θα το κατορθώσουνε τον δρόμο τους ν’ ανοίξουν
τον κάθε αμυνόμενο στο αίμα του να πνίξουν. 4290
Για είκοσι μερόνυχτα ο χαλασμός κρατάει
κι ακόμα για παράδοση το κάστρο δε μιλάει
στέκει ορθό και άπαρτο και μισογκρεμισμένο
στεγνό από εφόδια μα αποφασισμένο
να πολεμήσει άφοβα μέχρι κι ο τελευταίος
να πέσει στο καθήκον του περήφανος κι ωραίος.
Φεύγ’ ο Απρίλης άκαρπος και φτάνουνε στον Μάη
το Σαλμενίκο μάχεται άπαρτο και κρατάει
έχει ακόμη τα κλειδιά μα και την περηφάνια
στο τούρκικο στρατόπεδο σκορπάει την αφάνεια. 4300
Πάλι τα όρνια σκέπασαν τον ουρανό και κράζουν
βρήκαν τροφή και χαίρονται σα να το διασκεδάζουν.
Ακόμα περισσότεροι είναι οι λαβωμένοι
απόκληροι της μοίρας τους και καταδικασμένοι
δεν έχουνε περίθαλψη γιατρό για να τους γειάνει
κι ο Πορθητής που τους θωρεί δεν ξέρει τι να κάνει
σε άλλους βγάζει τη στολή τους απελευθερώνει
κι άλλους που ‘ναι βαρύτερα τους αποτελειώνει
να πάψουν άλλο να πονούν να σκούζουν να φωνάζουν
να του πλακώνουν την καρδιά τις νύχτες να τον σφάζουν. 4310
Μικρή πάλι ανάπαυση εις την πολιορκία
και βιάζεται να κατεβεί μέχρι τη Λακωνία.
Έχει κι εκεί λογαριασμούς και θέλει να τους κλείσει
το αίμα το χριστιανικό να τρέξει πάλι βρύση
αλλά το Σαλμενίκο δω του κάθισε στη μύτη
και ήταν σα να δέχτηκε στο στήθος του κομήτη
κάτι πολύ απρόσμενο μα και θανατηφόρο
της συφοράς κατάμαυρο πουλί μαντατοφόρο.
Ένα αίσθημα ντροπής στο αίμα του κυλάει
και μ’ ένα παραμιλητό τις νύχτες περπατάει 4320
σκέφτεται πως κατέλαβε την Πόλη σε δυο μήνες
και άλλες πόλεις φρούρια τις άλωσε και κείνες
σε δύο μήνες το πολύ σε πέντε κάτι άλλες
που ήταν βράχοι άπαρτοι κι απείρως πιο μεγάλες
και βρέθηκε ένα χωριό για να τον σταματήσει
το άνθος του στρατεύματος στα τείχη του ν΄αφήσει.
Όμως γαι τρίτ’ επίθεση άλλο πια δε βαστάει
αλλά και νοτιότερα δε σκέφτεται να πάει
στρατοπεδεύει γύρω του κανείς να μην πλησιάζει
στην πείνα και στον πόνο του ολημερίς να βράζει. 4330
Αλλά ο Μάης πέρασε και ο Ιούνης φτάνει
κι αυτός από την πίκρα του κοντεύει να πεθάνει
το βλέπει να ‘ναι όρθιο σημαιοστολισμένο
περήφανο και άξιο λιοντάρι ανδρειωμένο
κι από τα νεύρα του ‘ρχεται το αίμα στο κεφάλι
και αγωνίζεται να βρει μια κάποια λύση άλλη.
Είναι Ιούλης τώρα πια ο Αύγουστος πλησιάζει
δεκάξι μήνες μάχεται το κάστρο και στενάζει
από την κάθε του μεριά είναι αποκλεισμένο
μα στέκεται περήφανο βουβό κι ανδρειωμένο. 4340
Τα τρόφιμα έχουν σωθεί και το νερό μυρίζει
κι ο αετός από ψηλά άρχισε να δακρύζει.
Οι πιο πολλοί πολεμιστές είναι πια σκοτωμένοι
και όσοι όρθιοι στέκονται βαριά τραυματισμένοι.
Ελάχιστοι τ’ απόμειναν που τα σπαθιά κρατάνε
στα τείχη πάνω στέκονται κι ακλόνητοι κοιτάνε
να φτάνουνε ολόγυρα οι πολιορκητές τους
με τα βαριά κανόνια τους και με τις μηχανές τους.
Το μέλλον του πια ζοφερό και προδιαγεγραμμένο
μα τ’ όνομα των μαχητών στον ουρανό γραμμένο 4350
να λάμπει μέσ’ στην σκοτεινιά το μέλλον να φωτίζει
κι ούτε στιγμή η χώρα τους να πάψει να ελπίζει
πως θα ξανάρθει η στιγμή και θα επιδιώξει
με μια καινούρια έγερση τον τύραννο να διώξει.
Αγέρωχος και άτρωτος είν’ ο Παλαιολόγος
και βγαίνει απ’ το στόμα του ο τελευταίος λόγος
λακωνικός και συνετός καθώς η ώρα φτάνει
όλοι τους να φορέσουνε της δόξας το στεφάνι
που θα φωτίσει στο εξής σαν του Θεού λαμπάδα
στη σκοτεινιά που έπεσε στη σκλαβωμέν’ Ελλάδα. 4360
Στον άμβωνα ανέβηκε και η φωνή του βγαίνει
κρυστάλλινη κι αγέρωχη και στα αυτιά τους μπαίνει
σαν μια αστείρευτη πηγή που τους αναπτερώνει
και τις ψυχές τους σαν φωτιές στον ουρανό απλώνει:
“Εμείς οι λίγοι μείναμε στην τελευταία μάχη
που όλα θα τα δώσουμε ένδοξα και μονάχοι
τον τύραννο τσακίσαμε μήνες σχεδόν δεκάξι
χωρίς καμιά βοήθεια και δείξαμε στην πράξη
η χώρα δε σκλαβώνεται ό,τι και να της κάνουν
και πρέπει να γνωρίζουνε μόνο τον χρόνο χάνουν 4370
γιατί αργά ή γρήγορα πίσω πάλι θα πάνε
κι όσο περνάει ο καιρός οδύνες θα μετράνε.
Οι τελευταίοι μείναμε πιο λίγοι ‘πο τρακόσοι
και ο σκοπός που έχουμε είναι να πέσουν τόσοι
απ’ τους εχθρούς που θα’ ρχονται να πάρουν τις ψυχές μας
κι ώσπου να εξαντλήσουμε όλες τις αντοχές μας
όπου θα βαρεθούν μετά να σκάβουν και να θάβουν
και πυρκαγιές μέσ’ στην ψυχή του τύραννου θ’ ανάβουν.
Κι αν τύχει κι ένας είμαι γω από τους τελευταίους
επιθυμώ ένα ‘πο σας από τους πιο γενναίους 4380
να ‘ρθει κοντά μου με στοργή να ’μ’ αποκεφαλίσει
και σαν θεού αγίασμα το αίμα μου να χύσει
να ποτιστεί τούτη η γης κι αδούλωτη να μείνει
να τρέφεται η λευτεριά κρυφός πυρσός να γίνει
που θα ανάψει κάποτε σε τούτα δω τα μέρη
και τη χαμένη λευτεριά πάλι θα ξαναφέρει.
Δε θέλω να με πιάσουνε και να με ξευτελίσουν
και τ’ άψυχο κεφάλι μου γι’ ανάθεμα το στήσουν
ούτε και να ταπεινωθώ ούτε να τους κοιτάξω
μα ήσυχος κι ατάραχος στο χάος να πετάξω 4390
να ΄πα να βρω τ’ αδέρφια μου που πέσανε στην Πόλη
και φώναξαν πριν φύγουνε εις την Ελλάδα όλη
τα τείχη κι αν γκρεμίζονται πάλι θα ξαναχτίσουν
και την Ελλάδα που πενθεί ξανά θα αναστήσουν
όπως ανέστη κι ο Χριστός και λάμπει στους αιώνες
για να χτιστούν απ’ την αρχή καινούροι Παρθενώνες.
Πάρτε τώρα τα όπλα σας στα τείχη ανεβείτε
και στον εχθρό που έρχεται μολών λαβέ να πείτε”.
Ανέβηκαν στα τείχη τους ολόγυρα κοιτάζουν
και είδαν στον ορίζοντα αργά να πλησιάζουν 4400
με τύμπανα και σάλπιγγες αλαλαγμούς παιάνες
εκεί που θα ταφούν κορμιά και θα θρηνήσουν μάνες
χιλιάδες ποικιλόχρωμοι στρατιώτες σαν και πρώτα
με τις σημαίες τους ψηλά και αναμμένα φώτα.
Είναι ακόμη σκοτεινιά δεν έχει ξημερώσει
και περιμένουν τη στιγμή ο Πορθητής να δώσει
το σύνθημα και έπειτα να πέσουν οι οβιδες
σαν του καιρού απρόσμενες και μαύρες καταιγίδες
κι έπειτα στη συνέχεια όλα τους να τα δώσουν
του Σαλμενίκου το κορμί να ξεθεμελιώσουν. 4410
Τρεις μέρες το βομβάρδιζαν γκρεμίσανε τα τείχη
προσμένοντας πως θα φανεί κάποια στιγμή η τύχη
ν’ ανοίξει κάποια πύλη του και μέσα να ορμήσουν
κι όπως την Πόλη λίγο πριν να το εξαφανίσουν
να σφάξουνε τους άνδρες του και έπειτα να πιάσουν
γυναίκες και ανήλικα παιδιά να τα βιάσουν.
Κι η τύχη τούτη τη φορά τους έκανε τη χάρη
και το κλειδί στον Πορθητή έδωσε για να πάρει
το Κάστρο που του στοίχισε νεκρούς κατά χιλιάδες
κι έφερε στο Δοβλέτι του ανείπωτους μπελάδες. 4420
Δυο πόλεις γκρεμιστήκανε και άρχισαν να μπαίνουν
όσο μπορούσαν βιαστικά στα τείχη για να σφάξουν
και τ’ άψυχα κουφάρια τους στα όρνια να πετάξουν
ούτε γυναίκες και παιδιά να τα εξευτελίσουν
σπίτια και καταστήματα για να λεηλατήσουν.
Βλέπουνε μόνο δω κι εκεί στρατιώτες σκοτωμένους
και δίπλα τους γενίτσαρους απογοητευμένους
που χάσανε τα λάφυρα και όσα προσδοκούσαν
κοιτούσαν μόνο πτώματα που δεν τους αφορούσαν. 4430
Ήσυχος και νηφάλιος αλλά και κουρασμένος
ο Πορθητής ξεκίνησε και αποφασισμένος
να φτάσει νοτιότερα Ταίναρο και Μαλέα
και να στεριώσει τελικά μία Τουρκία νέα
να πιάνει απ’ τον Δούναβη μέχρι τη Λακωνία
απ’ τα Ιόνια νησιά και μέχρι τη Συρία
να χτίσει όμορφα τζαμιά πολυτελή τεμένη
να διαδώσει το Ισλάμ και ήσυχος να μένει.
Στη Μεσσηνία δυτικά βαδίζει και στεριώνει
που ‘ναι δυο κάστρα άπαρτα Μεθώνη και Κορώνη 4440
τα έχουνε οι Βενετοί κι είναι οχυρωμένα
με τείχη για την άμυνα και θάλασσα ζωσμένα
σκέπτεται μήπως και αυτά αντίσταση προβάλουν
σε νέες περιπέτειες και πειρασμούς τον βάλλουν
τους στέρνει ένα μήνυμα ύδωρ και γη να δώσουν
αν θέλουν από τη σφαγή και κείνοι να γλυτώσουν
κι αυτοί με δώρα πλούσια και όχι με μαχαίρια
τα κάστρα παραδίνουνε μέσα στα δυο του χέρια.
Κατηφορίζει νότια φτάνει στη Λακωνία
στη Μονεμβάσια στέκεται με μια αμηχανία. 4450
Είναι το φρούριο ψηλό απόρθητο φαντάζει
ώρες πολλές απέναντι κάθεται και κοιτάζει
να δει αν του ‘ναι εύκολο κι αυτό να το αλώσει
αν ο στρατός του λάφυρο μπορεί να του το δώσει.
Το βλέπει από τη στεριά απόρθητο φαντάζει
βράχος ψηλός κι απότομος την είσοδο του φράζει.
Παίρνει ένα πλεούμενο ‘πο θάλασσα κοιτάει
βλέπει γκρεμό πανύψηλο και στη στεριά γυρνάει.
Του ‘ρθε μια σκέψη στο μυαλό να το πολιορκήσει
να του στερήσει την τροφή και να το γονατίσει 4460
μα το κατέχουν Βενετοί που έχουνε τα πλοία
και μπαινοβγαίνουν στη σειρά όλα με ευκολία
κι ο στόλος του ανέτοιμος είναι για ναυμαχίες
να πλεύσει και να εμπλακεί σε τέτοιες ιστορίες.
Έστειλε μόνο μήνυμα να του το παραδώσουν
και την πολιορκία του αν θέλουν να γλυτώσουν
μα ήτανε αρνητιικό του ‘παν η Γερουσία
λέει να το κρατήσουνε με κάθε μας θυσία.
Λίγο το καλοσκέφτηκε και είπε δε συφέρει
για κάστρο που ‘ναι άπαρτο τσάμπα να υποφέρει 4470
και κάνει μια μεταβολή προς Λακεδαιμονία
μια κώμη του Λακωνικού με πλούσια ιστορία
στρατοπεδεύει Χαρακιά και στην Πυλά το βράδυ
στήνει ‘να γλέντι με χορό πριν πέσει το σκοτάδι.
Μετά πηγαίνει Βάτικα Λάχι και Μεσοχώρι
σε δυο χωριά που στέκονται ψηλά πάνω στα όρη
φτάνει ως τον Καβομαλιά στη θάλασσα κοιτάζει
και με φωνή παλλόμενη επιστροφή διατάζει.
Αφήνει μόνο μια φρουρά στη Λακεδαιμονία
τους φόρους να εισπράττουνε με τάξη και ευνομία. 4480
Γυρίζει πίσω και ευθύς Γύθειο στρατοπεδεύει
και στην ταλαιπωρία του διέξοδο γυρεύει.
Ζητά να μάθει και του λεν ότι εκεί πιο πέρα
μόνο κατσίκια βόσκουνε και παίζουν τη φλογέρα
δεν έχουνε να πιούν νερό σιτάρι για να φάνε
λούπινα και φραγκόσυκα μόνο καλλιεργάνε
μέσα σε πύργους κατοικούν και ξημεροβραδιάζουν
και με το καριοφίλι τους το μέλλον τους χαράζουν.
Κάθε τους Πύργος φρούριο είναι με καραμπίνες
και η πολιορκία τους μπορεί να πάρει μήνες 4490
είναι όλοι απένταροι και φόρους δεν πληρώνουν
και όταν απουσιάζουνε γυναίκες αρματώνουν
να πολεμούν αντί γι’ αυτούς με όπλα και δρεπάνια
και να γυρίζουν σπίτια τους με δάφνινα στεφάνια.
Λίγο το καλοσκέφτηκε και είπε πάμε πίσω
δεν έχω πλέον όφελος για να καθυστερήσω
στα βράχια να τους κυνηγώ χωρίς κέρδος κανένα
και να ‘χω κατά πάνω μου τα όπλα τους στραμμένα.
Γι’ αυτό και τα μαζεύουμε για Τραπεζούντα πάμε
να διώξουμε τους Έλληνες εμείς να κυβερνάμε 4500
αφού κι αυτοί αρνήθηκαν τους φόρους να πληρώσουν
γι’ αυτό και τα κεφάλια τους στο πιάτο θα μου δώσουν
να κυβερνάνε άρχοντες απ’ τη δική μας γέννα
εμπιστοσύνη πια καμιά δεν έχω σε κανένα.
Μένει η Μάνη λεύτερη χωρίς να την πατήσουν
τα πόδια των κατακτητών και να την αφανίσουν
μια σπίθα όπου έμελλε την πυρκαγιά ν’ ανάψει
και ο δαυλός της λευτεριάς τον τύραννο να κάψει
να ξεσηκώσει τον λαό να πάρει το μαχαίρι
το λάβαρο της λευτεριάς με το δεξί του χέρι 4510
να στήσει υπερήφανο πάνω στην Άγια Λαύρα
να βάλει άσπρη φορεσιά να ξεντυθεί τα μαύρα
στο Σαλμενίκο κει κοντά για να το αναστήσει
στους τελευταίους που ‘πεσαν αγάλματα να στήσει.
ΠΟΤΗΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ
Απόσπασμα από την ποιητική ενότητα “Η Άλωση της Πόλης” (επική ποίηση)
(Στίχοι 4263-4514)
Εκδόσεις Λεξίτυπον
Αθήνα, 2016
Επιλογή αποσπάσματος και μεταφορά στο διαδίκτυο με την έγκριση του συγγραφέα: Τζούλια Πουλημενάκου
Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Μάιος 2021