,

ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ -ΣΕΦΕΡΗΣ-ΕΛΥΤΗΣ-ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ-ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

ΑΝΟΙΞΗ Μ.Χ.

Πάλι με την άνοιξη

φόρεσε χρώματα ανοιχτά

και με περπάτημα αλαφρύ

πάλι με την άνοιξη

πάλι το καλοκαίρι

χαμογελούσε.

 

Μέσα στους φρέσκους ροδαμούς

στήθος γυμνό ως τις φλέβες

πέρα απ’ τη νύχτα τη στεγνή

πέρα απ’ τους άσπρους γέροντες

που συζητούσαν σιγανά

τι θα ‘τανε καλύτερο

να παραδώσουν τα κλειδιά

ή να τραβήξουν το σκοινί

να κρεμαστούνε στη θηλιά

ν’ αφήσουν άδεια σώματα

κει που οι ψυχές δεν άντεχαν

εκεί που ο νους δεν πρόφταινε

και λύγιζαν τα γόνατα.

 

Με τους καινούργιους ροδαμούς

οι γέροντες αστόχησαν

κι όλα τα παραδώσανε

αγγόνια και δισέγγονα

και τα χωράφια τα βαθιά

και τα βουνά τα πράσινα

και την αγάπη και το βιος

τη σπλάχνιση και τη σκεπή

και ποταμούς και θάλασσα·

και φύγαν σαν αγάλματα

κι αφήσαν πίσω τους σιγή

που δεν την έκοψε σπαθί

που δεν την πήρε καλπασμός

μήτε η φωνή των άγουρων·

κι ήρθε η μεγάλη μοναξιά

κι ήρθε η μεγάλη στέρηση

μαζί μ’ αυτή την άνοιξη

και κάθισε κι απλώθηκε

ωσάν την πάχνη της αυγής

και πιάστη απ’ τ’ αψηλά κλαδιά

μεσ’ απ’ τα δέντρα γλίστρησε

και την ψυχή μας τύλιξε.

 

Μα εκείνη χαμογέλασε

φορώντας χρώματα ανοιχτά

σαν ανθισμένη αμυγδαλιά

μέσα σε φλόγες κίτρινες

και περπατούσε ανάλαφρα

ανοίγοντας παράθυρα

στον ουρανό που χαίρονταν

χωρίς εμάς τους άμοιρους.

Κι είδα το στήθος της γυμνό

τη μέση και το γόνατο

πώς βγαίνει από την παιδωμή

να πάει στα επουράνια

ο μάρτυρας ανέγγιχτος

ανέγγιχτος και καθαρός,

έξω απ’ τα ψιθυρίσματα

του λαού τ’ αξεδιάλυτα

στον τσίρκο το απέραντο

έξω απ’ το μαύρο μορφασμό

τον ιδρωμένο τράχηλο

του δήμιου π’ αγανάχτησε

χτυπώντας ανωφέλευτα.

 

Έγινε λίμνη η μοναξιά

έγινε λίμνη η στέρηση

ανέγγιχτη κι αχάραχτη.

                                                                     16 Μαρτίου 1939

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ (1900-1971)

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 ΨΑΛΜΟΣ ΚΑΙ ΨΗΦΙΔΩΤΟ ΓΙΑ ΜΙΑΝ ΑΝΟΙΞΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

 Άνοιξη θρύψαλο μενεξεδί

Άνοιξη χνούδι περιστέρας

Άνοιξη σκόνη μυριόχρωμη

 

  Στ’ ανοιχτά χαρτιά και στα βιβλία

  Κιόλας φυσούσε χλιαρό αεράκι

  Με τσιγγάνες που άρπαζε

  Σαν

  Χαρταετούς

  Ψηλά

  Και πουλιά που δοκίμαζαν το νέο τιμόνι τους

 

Άνοιξη πίκρισμα του σκίνου

Άνοιξη άζωτο της αμασχάλης

Άνοιξη σουσάμι αόρατο

 

  Από σύρμα που άξαφνα έσυρνε φωτιά

  Στη γωνιά του δρόμου με τις Καρυάτιδες

  Στρίβοντας

  Ένα τραμ

  Εστρίγγλιζε

  Στ’ άδεια οικόπεδα η μασιά του ήλιου εσκάλιζε

  Την τσουκνίδα και το σαλιγκαρόχορτο

 

Άνοιξη μυρμηκιά της μέρας

Άνοιξη αίμα του βολβού

Άνοιξη οπλοπολυβόλο απύλωτο

  Στων ωραίων γυναικών τα χέρια

  Όπου τύχει

  Ριπές

  Θάνατοι

  Εκατομμύρια σπερματοζωάρια

  Στων ωραίων γυναικών τα χέρια

  Τα δυνατά λουλούδια με τον ήλιο μέσα τους

 

Άνοιξη τσίτι τσιτωμένο

Άνοιξη σφήκα του χεριού

Άνοιξη «μη» «θα μας δούνε» «τέρας»

 

  Και το τέρας που γύριζε σαν τη λαντέρνα

  Μια παράξενη

  Άλλη

  Γειτονιά

  Και η χούφτα η βάναυση που ακαρτερούσε:

  Xάιντε η ριξιά να βρει το ζάρι της

  Κι η τζαμαρία το θαρραλέο λιθάρι της!

 

Άνοιξη κρύσταλλο και νίκελ

Άνοιξη παραπάτημα των κήπων

Άνοιξη «Μήνιν άειδε…»

 

  Θεά! Και τι σγουρά τα σκοτεινά τα μέρη!

  Και τα χείλη τι ζάχαρη βιολέτας!

  Και τι κηπάκι

  Τα λυτά

  Νωπά

  Μαλλιά

  Στην απαλή κοιλιά η ανάσα τι ταξίδι!

 

Άνοιξη μισοζαλισμένο ερείπιο

Άνοιξη κεφαλή Διός και πέλαγος

Άνοιξη Mercury Air Sedan

 

  Οι καμπάνες ανοίγανε μακριά

  Στο κενό του γλαυκού κάτω απ’ τα βλέφαρα

  Μια ρουφήχτρα

  Που κατάπινε

  Άσπρα

  Πούπουλα

        Οι ορμόνες της μουριάς κυρίευαν τα ύψη

 

Άνοιξη μούρο αδάγκωτο

Άνοιξη βιδωτό φιλί

Άνοιξη χάσμα της λιποθυμίας

 

  Το ντουβάρι ορέγονταν κι άλλα καρφιά

                Στην ώχρα μέσα η μνήμη του Νοσοκομείου ξυπνούσε

  Το τραγούδι που άστραφτε από τις χρυσόμυγες

  Κι έφερνε

  Γύρους

  Χαμηλά

  Στην αυλή με το κόκκινο κι άσπρο πλακάκι

 

Άνοιξη βούισμα στους κροτάφους

Άνοιξη αμόνι και σφυρί

Άνοιξη πρόσθια καταβύθιση

 

  Κάποιος απ’ τ’ ανοιχτό πάραθυρο έριχνε

  Λόγια που σπούσαν σαν αμύγδαλα

  Κάκτος

  Κάστωρ

  Κόνδωρ

  Ιέραξ

  Ενώ στ’ αντικρινό το Παρθεναγωγείο

 

Άνοιξη 37 και 2

Άνοιξη Love Amour και Liebe

Άνοιξη no nein και non!

 

  Τα κορίτσια δάγκωναν στη γομολάστιχα

  Και τινάζανε πίσω το κεφάλι

  Σα

  Να τραβούσαν

  Έξω

      Του σφαγμένου πετεινού τα σπλάχνα

        Τα κομμάτια τα σπλάχνα μεσ’ στα δόντια τους

 

Άνοιξη δόντι λυσσαλέο

Άνοιξη φούξια του παροξυσμού

Άνοιξη αρτεσιανόν ηφαίστειο

 

  Κι άλλα κρυμμένα πίσω απ’ τον φεγγίτη

  Που παλεύαν τις ρόδινες κορδέλες

  Μια στιγμού-

  Λα μόνο

  Τα γυμνά στήθη

  Τα τρεμάμενα σπάρτα μεσ’ στους κάμπους

  Όπου ευφραίνονται οι ακρίδες

 

΄Ανοιξη σάλτο της ακρίδας

Άνοιξη μήτρα σκοτεινή

Άνοιξη πράξη ακατονόμαστη

 

  Στ’ ανοιχτά χαρτιά και στα βιβλία

  Μια κηλίδα

  Μωβ

  Πήγαιν’

     Ερχότανε

     Τα χυμένα νερά τα γυμνωμένα μέλη

      Λάμπανε πίσω από το παντζούρι

 

Άνοιξη άνοιξη σαλπάροντας

Άνοιξη άνοιξη σημαιοστόλιστη

Άνοιξη «αντίο αντίο παιδιά!»

                                                                         (1939)

ΟΔΥΣΣΕΑΣ  ΕΛΥΤΗΣ (1911-1996)

 Ποιητική Συλλογή «Τα ετεροθαλή»

 ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ΑΝΟΙΞΗ

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπους.

 Στον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολία.

Βυθίζει κάποια μυγδαλιά το ανθοχαμόγελό της

στου βάλτου το θολό νερό. Κ’ η θύμηση της νιότης

σαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακία…

 

Εξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέρα,

όπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γλάστρα.

Το κυπαρίσσι, ατέλειωτο σα βάσανο, προς τ’ άστρα

σηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέρα.

 

Και πάνε, πένθιμη πομπή λες, της δεντροστοιχίας

οι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τους.

Οι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τους

τα χέρια. Κ’ είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας.

 ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ (1896-1928)

Ποιητική συλλογή «Ο πόνος των πραμάτων» (1919)

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 ΑΝΟΙΞΗ

Φούντωσε η Άνοιξη και δω σε κάθε δέντρου κλώνο.

Τα πάρκα λουλουδίσανε και κείνα

Μα δε μου λέει η γιορτερή χαρά τους, παρά μόνο

πως λείπω μακριά ’πο σέν’ Αθήνα.

 

Έρχεται ακάλεστη, βουβή, μεσ’ στου ηλίου το θάμπος

βροχούλα που κανείς δεν υποπτέφτη

και νοιώθω, η νοσταλγία σου καθώς μ’ ανάφτει, σάμπως

ξεχωριστά για μένανε να πέφτη.

                                                                      Παρίσι. Άνοιξη 1927

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ (1902-1930)

Ποιητική Συλλογή “Οι τρίλλιες που σβήνουν” (1928)

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Μάρτιος  2021