,

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ – ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ (1798-1857)

 

ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ (1823)

 Liberta vo cantando, ch’è si cara
Come sa chi per lei vita rifiuta.

DANTE  

1. Σε γνωρίζω από την κόψι

Του σπαθιού την τρομερή,

Σε γνωρίζω από την όψι

’Που με βία μετράει την γη.

 

2. Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη

Των Ελλήνων τα ιερά,

Και σαν πρώτα ανδρειωμένη,

Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

 

3. Εκεί μέσα εκατοικούσες

Πικραμένη, εντροπαλή,

Κ’ ένα στόμα ακαρτερούσες:

Έλα πάλι, να σου ’π.

 

4. Άργειε νάλθ εκείνη η ’μέρα,

Και ήταν όλα σιωπηλά,

Γιατί τα ’σκιαζε η φοβέρα

Και τα πλάκονε η σκλαβιά.

 

5. Δυστυχής! Παρηγορία

Μόνη σου έμενε να λες

Περασμένα μεγαλεία,

Και διηγώντας τα να κλαις.

 

6. Και ακαρτέρει, και ακαρτέρει

Φιλελεύθερην λαλιά,

Ένα εκτύπαε τ’ άλλο χέρι

Από την απελπισιά.

 

7. Κι έλεες: πότε, α! πότε βγάνω

Το κεφάλι από τς’ ερμιαίς;

Και αποκρίνοντο από ’πάνω

Κλάψαις, άλυσαις, φωναίς.

 

8. Τότε εσήκωνες το βλέμμα

Μες στα κλάϋματα θολό,

Και εις το ρούχο σου έσταζ’ αίμα,

Πλήθος αίμα Ελληνικό.

 

9. Με τα ρούχα αιματωμένα,

Ξέρω ότι έβγαινες κρυφά

Να γυρεύς εις τα ξένα

Άλλα χέρια δυνατά.

 

10. Μοναχή τον δρόμο επήρες,

Εξανάλθες μοναχή·

Δεν είν’ εύκολαις θύραις,

Εάν η χρεία ταις κουρταλ.

 

11. Άλλος σού έκλαψε εις τα στήθια,

Άλλ’ ανάσασιν καμμιά·

Άλλος σού έταξε βοήθεια,

Και σε γέλασε φρικτά.

 

12. ΄Αλλοι, ωϊμέ! ’ς τη συμφορά σου

Οπού εχαίροντο πολύ,

Σύρε ναύρεις τα παιδιά σου,

Σύρε, ελέγαν οι σκληροί.

 

13. Φεύγει οπίσω το ποδάρι

Και ολογλήγορο πατεί,

Ή την πέτρα, ή το χορτάρι

’Που την δόξα σού ενθυμεί.

 

14. Ταπεινότατη σού γέρνει

Η τρισάθλια κεφαλή,

Σαν πτωχού ’που θυροδέρνει,

Κ’ είναι βάρος του η ζωή.

 

15. Ναι· αλλά τώρα αντιπαλεύει

Κάθε τέκνο σου με ορμή,

’Που ακατάπαυστα γυρεύει

Ή την νίκη ή την θανή.

 

16. Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη

Των Ελλήνων τα ιερά,

Και ’σαν πρώτα ανδρειωμένη,

Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

 

17. Μόλις είδε την ορμή σου

Ο ουρανός, ’που για τς’ εχθρούς

Εις την γην την μητρικήν σου

Έτρεφ’ άνθια και καρπούς,

 

18. Εγαλήνευσε· και εχύθη

Καταχθόνια μια βοή,

Και του Ρήγα σου απεκρίθη

Πολεμόκραχτη η φωνή. *

 

19. Όλοι οι τόποι σου σ’ εκράξαν

Χαιρετώντας σε θερμά,

Και τα στόματα εφωνάξαν

Όσα αισθάνετο η καρδιά.

 

20. Εφωνάξανε ώς τ’ αστέρια

Του Ιονίου και τα νησιά,

Και εσηκώσανε τα χέρια

Για να δείξουνε χαρά.

  

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ (1798 – 1857)

(Απόσπασμα – Στροφές 1 – 20)

 

* Δεύτε, παίδες των Ελλήνων… (σημείωση του ποιητή)

 

 ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

 ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ (1826)

(Αποσπάσματα)

 ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Α΄

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι.

  Τότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου, και έλεγα πως ήρθε ώρα να ξεψυχήσω· κ’ ευρέθηκα * σε σκοτεινό τόπο και βροντερό, ’που εσκιρτούσε ’σαν κλωνί στάρι ’ς το μύλο ’που αλέθει ογλήγορα, ωσάν το χόχλο ’ς το νερό ’που αναβράζει· ετότες εκατάλαβα πως εκείνο ήτανε το Μεσολόγγι· αλλά δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη ’που επάτουνα, μήτε τον ουρανό· εκατασκέπαζε όλα τα πάντα μαυρίλα και πίσσα, γιομάτη λάμψι, βροντή, και αστροπελέκι · και ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου να κάμω δέησι, και ιδού μες τη καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο ’σαν του λαγού το αίμα, όπου η σπίθα έγγιζε κ’ εσβενότουνε· και με φωνή, ’που μου εφαίνονταν πως νικάει την ταραχή του πολέμου, άρχισε·

 «Το χάραμα επήρα

Του Ήλιου το δρόμο,

Κρεμώντας τη λύρα

Τη δίκαιη ’ς τον ώμο, –

Κι’ απ’ όπου χαράζει

Ως όπου βυθά,

 

  Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.»**

 

Σημειώσεις του εκδότη:

* Αρπάζεται ο ποιητής από το πνεύμα μέσα εις το πολιορκούμενο Μεσολόγγι.

** Δηλαδή, το Μεσολλόγι. – Τα λόγια, όπου συμπληρώνουν την έννοια των στίχων, τα έχω από το στόμα του ποιητή.

 ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Β΄ (αποσπάσματα Ι-ΙΙ)

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι.

 

Άκρα του τάφου σιωπή ’ς τον κάμπο βασιλεύει ·

Λαλεί πουλί, παίρνει σπειρί, κ’ η μάνα το ζηλεύει.

Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· ς τα μάτια η μάνα μνέει·

Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα, και κλαίει·

«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω ’γω ’ς το χέρι;

Οπού συ μου ’γεινες βαρύ, κι’ ο Αγαρηνός το ’ξέρει».

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ.

  Το Μεσολλόγι έπεσε την άνοιξι· ο ποιητής παρασταίνει την Φύσι, εις τη στιγμή ΄που είναι ωραιότερη, ως μία δύναμι, η οποία, με όλα τ’ άλλα και υλικά και ηθικά ενάντια, προσπαθεί να δειλιάση τους πολιορκημένους· ιδού οι Στοχασμοί του ποιητή·

  Η ζωή ’που ανασταίνεται με όλαις της ταις χαραίς, αναβρύζοντας ολούθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εις όλα τα όντα· η ζωή ακέραιη, απ’ όλα της φύσις τα μέρη, θέλει να καταβάλῃ την ανθρώπινη ψυχή· θάλασσα, γη, ουρανός, συγχωνευμένα, επιφάνεια και βάθος συγχωνευμένα, τα οποία πάλι πολιορκούν την ανθρώπινη φύσι ’ς την επιφάνεια και εις το βάθος της.

  Η ωραιότης της φύσις, ’που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις τους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη, και εις τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα τη χάσουν.

 

Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,

Κι’ όσα άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.

 

Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,

Και μες τη θάλασσα βαθυά ξαναπετιέται πάλι,

Κι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.

 

Και μες στης λίμνης τα νερά, οπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,

Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,

’Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα ’ς τον άγριο κρίνο ·

Το σκουληκάκι ’βρίσκεται ’ς ώρα γλυκειά κ’ εκείνο.

 

Μάγεμα η φύσις κι’ όνειρο ’ς την ωμορφιά και χάρι,

Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·

Με χίλιαις βρύσες χύνεται, με χίλιαις γλώσσαις κραίνει·

Όποιος πεθάν σήμερα χίλιαις φοραίς πεθαίνει.

 

Τρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Γ΄ (Αποσπάσματα)

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι.

 

1. Μητέρα, μεγαλόψυχη ’ς τον πόνο και ’ς τη δόξα,

Κι’ αν ’ς το κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου

Με λογισμό και μ’ όνειρο, τι χάρ’ έχουν τα μάτια,

Τα μάτια τούτα, να σ’ ιδούν μες στο πανέρμο δάσος,

Που ξάφνου σου τριγύρισε τ’ αθάνατα ποδάρια

(Κύττα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα του Βαϊώνε!

Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα,

Ατάραχη σαν ουρανός μ’ όλα τα κάλλη πώχει,

Που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη ναι κρυμμένα·

Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν’ ακούσω τη φωνή σου,

Κ’ ευθύς εγώ τ’ Ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω;

Δόξα χ η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.

 

(Η Θεά απαντάει εις τον ποιητή και τον προστάζει να ψάλλ την πολιορκία του Μεσολογγιού)

 ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI – VII – VIII – IX – X «Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ»

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλι,

Κ’ η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκειά της ώρα,

Και μες τη σκιά, ’που ’φούντωσε και κλει δροσιαίς και μόσχους,

Ανάκουστος κειλαϊδισμός και λειποθυμισμένος.

Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,

Χύνονται μες την άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,

Και παίρνουνε το μόσχο της, κι’ αφίνουν το δροσιά τους,

Κι’ ούλα ’ς τον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,

Τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν ’σαν αηδόνια.

Εξ’ αναβρύζει κ’ η ζωή ’ς τη γη, ’ς ουρανό, ’σε κύμα.

Αλλά ’ς της λίμνης το νερό, ’π’ ακίνητό ’ναι κι άσπρο,

Ακίνητ’ όπου κι’ αν ιδής, και κάτασπρ’ ως τον πάτο,

Με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,

’Που ’χ’ ευωδίσει τς ύπνους της μέσα ς’ τον άγριο κρίνο.

Αλαφροΐσκιωτε καλέ, γεια, ’πες απόψε τι ’δες·

Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!

Χωρίς ποσώς γης, ουρανός, και θάλασσα να πνένε,

Ουδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά ς’ το λουλουδάκι,

Γύρου ’σε κάτι ατάραχο, ’π’ ασπρίζει μες τη λίμνη,

Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,

Κι’ ώμορφη βγαίνει κορασιά ’ντυμένη με το φως του.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII.              

Έρμα ’ν’ τα μάτια, ’που καλείς, χρυσέ ζωής αέρα.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII.

  Εις το ποίημα εν’ από τα σημαντικώτερα πρόσωπα ήταν μία κόρη, ορφανή, την οποίαν ῃ άλλαις πλέον ηλικιωμέναις γυναίκες είχαν αναθρέψει, και την αγαπούσαν όλαις ως θυγατέρα τους. Πέφτει εις τον πόλεμο ένας των ενδοξοτέρων αγωνιστάδων, τον οποίον αυτή είχε αγαπήσει εις τον καιρό της ευτυχίας· ώστε από το άκρο της ελπίδας η καρδιά της βυθίζεται εις την λύπη· ευρίσκει όμως παρηγορία κυττάζοντας τ’ αγαπημένα πρόσωπα και το υψηλό παράδειγμα των άλλων γυναικών. Αυτά αρκούν να διαφωτίσουν οπωσδήποτε τούτο το κομμάτι, εις το οποίον η ενθουσιασμένη νέα στρέφεται νοερώς προς τον Άγγελο, τον οποίον είδε ’ς το όνειρό της να της προσφέρῃ τα φτερά του· γυρίζει έπειτα προς ταις γυναίκες να τους ειπῃ, ότι αυτή τα θέλει τα φτερά πραγματικώς, αλλ’ όχι για να φύγῃ, αλλά για να τα κρατῃ κλεισμένα εκεί κοντά τους , και να περιμείνῃ μαζῃ τους την ώρα του θανάτου. Μετά ταύτα ανατρέχει η φαντασία της εις άλλα περασμένα· πως την επαρηγορούσαν, ενώ εκείτετο άρρωστη , «ῃ ατάραχαις πνοαίς ῃ πολυαγαπημέναις» των άλλων γυναικών οπού εκοιμούνταν κοντά της· και τέλος πως είχε ιδεί τον νέον να χορεύ, εις τη χαρμόσυνη ημέρα της νίκης.

 Άγγελε, μόνον ’ς τ’ όνειρο μου δίνεις τα φτερά σου;

’Σ τ’ όνομ’ Αυτού, ’που σ’ τα ’πλασε, τ’ αγγειό τς ερμιάς τα θέλει.

Ιδού, ’που τα σφυροκοπώ ’ς τον ανοιχτόν αέρα,

Χωρίς φιλί, χαιρετισμό, ματιά, βασίλισσαίς μου!

Τα θέλω ’γω, να τα ’χω ’γω, να τα κρατώ κλεισμένα,

Εδώ ’π’ αγάπης τρέχουνε βρύσες χαριτωμέναις.

Κι’ άκουα ’που ’λέγετε· «Πουλί, γλυκειά ’που ’ν’ η φωνή σου! »

Αηδονολάλειε στήθος μου, πριν το σπαθί σε σχίσ·

Καλαίς πνοαίς παρηγοριά ’ς τη βαρειά νύχτα κ’ έρμη·

Με σας να πέσα ’ς το σπαθί, κι’ άμποτε να ’μαι πρώτη!

Το στραβό φέσι ’ς το χορό τ’ άνθια ’ς τ’ αυτί στολίζει,

Τα μάτια δείχνουν έρωτα για τον απάνου κόσμο,

Και ’ς τη θωριά του είν’ ώμορφο το φως και μαγεμένο!

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX.

Τα σπλάχνα μου κ’ η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν,

Κι’ όσ’ άνθια θρέφει και καρπούς τόσ’ άρματα σε κλειούνε.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χ.

Φεύγω τ’ αλόγου την ορμή και του σπαθιού τον τρόμο.

Τ’ ονείρου μάταια ’πιθυμιά, κι’ όνειρο αυτή ’ν’ η ίδια!

Εγύρισε η παράξενη του κόσμου ταξειδεύτρα,

Μου ’πε με θείο χαμόγελο βρεμμένο μ’ ένα δάκρυ·

Κόψ’ το νερό ’ς τη μάνα του, ’μπάσ’ το ’ς το περιβόλι,

’Σ το περιβόλι της ψυχής το μοσχαναθρεμμένο.

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

  ΩΔΗ ΣΤΗ ΣΕΛΗΝΗ (Aπόσπασμα)

Γλυκύτατη φωνή βγάν’ η κιθάρα,

Και ’σε τούτη την άφραστη αρμονία

Της καρδιάς μου αποκρίνεται η λαχτάρα·

 

Γλυκέ φίλε, είσαι συ, ’που, με τη θεία

Έκστασι του Οσσιάνου, εις τ’ ακρογιάλι

Της νυχτός εμψυχείς την ησυχία.

 

Κάθισε για να ’πούμε ύμνον ’ς τα κάλλη

Της Σελήνης· αυτήν εσυνηθούσε

Ο τυφλός ποιητής συχνά να ψάλλῃ.

 

Μου φαίνεται τον βλέπω, ’που ακουμβούσε

’Σε μίαν ετιά, και το φεγγάρι ωστόσο

’Σ τα γένεια τα ιερά ’λαμποκοπούσε.

 

Απ’ το Σκοπό, να το, προβαίνει· ω πόσο

Συ την νύχτα τερπνά παρηγορίζεις!

Ύμνον παθητικόν θε να σου υψώσω·

 

Παθητικό ’σα’ εσένα, όταν λαμπίζῃς

Στρογγυλό, μεσουράνιο, και το φως σου

’Σε ταφόπετρα ολόασπρη αποκοιμίζῃς.

  

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

Η ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ (Απόσπασμα)

Έλαμπε αχνά το φεγγαράκι, – ειρήνη

Όλην, όλη τη φύσι ακινητούσε,

Και μέσα από την έρημη την κλίνη

Τ’ αηδόνι τα παράπονα αρχινούσε·

Απάντεχα βαθύς ύπνος με πιάνει,

Κι’ ομπροστά μου ένας γέροντας μου εφάνη.

 

’Σ το ακρογιάλι αναπαύοτουν ο γέρος·

’Σ τα παλαιά τα ρούχα τα σχισμένα *

Γλυκά γλυκά το φύσημα του αέρος *

Τ’ αρῃά μαλλιά του εσκόρπαε τ’ ασπρισμένα,

Κι’ αυτός εις το πολύαστρον του αιθέρος

Τα μάτια εστριφογύριζε σβυσμένα·

Αγάλι ’γάλι ασηκώθη από χάμου,

Και ωσάν να ’χε το φως του ήλθε κοντά μου.

 

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ (1798-1857)

Η φωτογραφία του ποιητή από το εσώφυλλο του βιβλίου “ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ – ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΑ” -ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΡΗ – 1955

 

* ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ & ΠΑΡΑΛΛΑΓΑΙΣ

Στρ.2 στίχ.3,4. Το χειρόγραφο έχει:

«Εκινούσε το φύσημα του αέρος

Τ’ αρῃά τα μαλλιά του όλ’ ασπρισμένα.»

Επροτίμησα την άλλη γραφή, την οποίαν εφύλαξε εις τη μνήμη του ένας φίλος του ποιητή. – Σκοπός του ποιήματος ήταν να παραστήσῃ τη Σκιά του Ομήρου οπού επρόσταζε τον ποιητή να γράφῃ δημοτική γλώσσα.

~~~~~~~~~~~~

 

Τα ανωτέρω αποσπάσματα είναι από το βιβλίο

«ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ -ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΑ»

Προλεγόμενα Ιακώβου Πολυλά

Εκδόσεις ΜΑΡΗ – Αθήνα – 1955

 

 

Επιλογή κειμένων, επιμέλεια (ως προς το μονοτονικό)  και μεταφορά στο διαδίκτυο : Τζούλια Πουλημενάκου

Η ορθογραφία και η γραμματική των κειμένων έχει διατηρηθεί ως φαίνεται στο ανωτέρω βιβλίο της συγκεκριμένης έκδοσης.

(Αρχείο ιδιωτικής βιβλιοθήκης)

 

Επί-Λόγου –  Αφιερώματα – Λεύκωμα – Απρίλιος  2022